- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀμαυρός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: amauros 고전 발음: [아마] 신약 발음: [아마]

기본형: ἀμαυρός ἀμαυρά ἀμαυρόν

형태분석: ἀμαυρ (어간) + ος (어미)

어원: (어원이 불명확함.); cf. ἀμυδρός.

  1. 입은, 흐린, 노곤한, 나른한, 기진맥진한
  2. 어두운, 진한
  3. 맹목적, 눈 먼, 장님의
  4. 불명료한, 애매한, 불확실한, 미정의
  5. 약한, 무른, 허약한
  1. barely seen, dim, faint, shadowy
  2. dark
  3. sightless, blind
  4. unknown, uncertain, obscure
  5. inconspicuous
  6. weak, feeble

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀμαυρός

입은 (이)가

ἀμαυρά

입은 (이)가

ἀμαυρόν

입은 (것)가

속격 ἀμαυροῦ

입은 (이)의

ἀμαυρᾶς

입은 (이)의

ἀμαυροῦ

입은 (것)의

여격 ἀμαυρῷ

입은 (이)에게

ἀμαυρᾷ

입은 (이)에게

ἀμαυρῷ

입은 (것)에게

대격 ἀμαυρόν

입은 (이)를

ἀμαυράν

입은 (이)를

ἀμαυρόν

입은 (것)를

호격 ἀμαυρέ

입은 (이)야

ἀμαυρά

입은 (이)야

ἀμαυρόν

입은 (것)야

쌍수주/대/호 ἀμαυρώ

입은 (이)들이

ἀμαυρά

입은 (이)들이

ἀμαυρώ

입은 (것)들이

속/여 ἀμαυροῖν

입은 (이)들의

ἀμαυραῖν

입은 (이)들의

ἀμαυροῖν

입은 (것)들의

복수주격 ἀμαυροί

입은 (이)들이

ἀμαυραί

입은 (이)들이

ἀμαυρά

입은 (것)들이

속격 ἀμαυρῶν

입은 (이)들의

ἀμαυρῶν

입은 (이)들의

ἀμαυρῶν

입은 (것)들의

여격 ἀμαυροῖς

입은 (이)들에게

ἀμαυραῖς

입은 (이)들에게

ἀμαυροῖς

입은 (것)들에게

대격 ἀμαυρούς

입은 (이)들을

ἀμαυράς

입은 (이)들을

ἀμαυρά

입은 (것)들을

호격 ἀμαυροί

입은 (이)들아

ἀμαυραί

입은 (이)들아

ἀμαυρά

입은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔκειντο δ ἐπ ἀλλήλοις ἀμαυροὶ καὶ ἄσημοι καὶ οὐδὲν ἔτι τῶν παρ ἡμῖν καλῶν φυλάττοντες. (Lucian, Necyomantia, (no name) 15:4)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 15:4)

  • βραδύπνοοι , σφυγμοὶ ἀμαυροὶ, ἀσθενέες, πυκνοί· πυκνότατοι δὲ ἐπὶ πάσῃ καὶ σμικρῇ πρήξι. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 364)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 364)

  • μετεξέτεροι ἐν περιόδοισι οὐρέουσι αἷμα· τοῖσι ἀπὸ αἱμορροΐδων ἰκέλη ἥδε ἡ ξυμφορή · ὁμοίη δὲ καὶ ἡ τοῦ σκήνεος κατάστασις, ἔξωχροι, νωθροὶ, ἄπρηκτοι, ἀπόσιτοι, ἄπεπτοι · κἢν μὲν ἐκκριθῇ, ἔκλυτοι, πάρετοι τὰ μέλεα· κεφαλὴν δὲ κοῦφοι καὶ ἐλαφρότεροι· ἢν δὲ ἐς τὴν περίοδον μηδὲν ἐκρυῇ, κεφαλαλγέες, ἀμαυροὶ τὰς ὄψιας, σκοτώδεες, ἀμφιδινεύμενοι· ἐντεῦθεν ἐπίληπτοι μυρίοι· ἄλλοι οἰδαλέοι, ἀπαχλυούμενοι, ὑδρωπιώδεες· ἄλλοι δὲ μελαγχολώδεες ἢ παράλυτοι. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 98)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 98)

  • Μετεξετέροισι δὲ πυρετοὶ ἀμαυροὶ ἐγκαταλείπονται, καί πη καὶ φλεγμασίαι σμικραὶ, καὶ γλῶσσα ξηρή· ἄνικμοι, Ῥιγώδεες, νωθροὶ, διαλελυμένοι, οἷσι ἐς μαρασμὸν ἡ περιτροπή. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 182)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 182)

  • βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ρεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον. (Septuagint, Liber Sapientiae 4:12)

    (70인역 성경, 지혜서 4:12)

  • κάμινον φυσῶν ἐν ἔργοις καύματος, τριπλασίως ἥλιος ἐκκαίων ὄρη. ἀτμίδας πυρώδεις ἐκφυσῶν καὶ ἐκλάμπων ἀκτῖνας ἀμαυροῖ ὀφθαλμούς. (Septuagint, Liber Sirach 43:4)

    (70인역 성경, Liber Sirach 43:4)

  • Ἀμαυροῖ δὲ ἑκατέρας ἐν χρόνῳ καὶ μετὰ χρόνον ἡ ἔξωθεν συνεχὴς ἐπεισκριθεῖσα καὶ ἐπὶ πολλὸν χρόνον στερεμνίως πᾶσι τοῖς μέλεσι διαπλεκεῖσα. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , v.1)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , v.1)

유의어

  1. 입은

  2. 어두운

  3. 맹목적

  4. 불명료한

  5. inconspicuous

  6. 약한

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION