ἀμαυρός
1/2군 변화 형용사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἀμαυρός
ἀμαυρᾱ́
ἀμαυρόν
형태분석:
ἀμαυρ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: (어원이 불명확함.); cf. a)mudro/s.
뜻
- 입은, 흐린, 노곤한, 나른한, 기진맥진한
- 어두운, 진한
- 맹목적, 눈 먼, 장님의
- 불명료한, 애매한, 불확실한, 미정의
- 약한, 무른, 허약한
- barely seen, dim, faint, shadowy
- dark
- sightless, blind
- unknown, uncertain, obscure
- inconspicuous
- weak, feeble
곡용 정보
1/2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "καίτοι δοκεῖ φυσιολογίασ ἔχεσθαι, καὶ Πλάτων αὐτῷ παρέσχε τὸ ἐνδόσιμον οὐχ ἁπλῶσ ἀποφηνάμενοσ ἐκ δόξησ δ’ ἀμαυρᾶσ καὶ ὑπόνοιαν ἐμβαλὼν αἰνιγματώδη μετ’ εὐλαβείασ· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 212)
(플루타르코스, De defectu oraculorum, section 212)
- κλύε δέ μοι, κλύε, σέ‐ βασ ὦ δέσποτ’, ἐξ ἀμαυρᾶσ φρενόσ. (Aeschylus, Libation Bearers, episode 6:2)
(아이스킬로스, Libation Bearers, episode 6:2)
- ἰδεῖν ἐλέγξαι τ’ αὖ θέλω τὸν ἄγγελον, εἴτ’ αὐτὸσ ἦν θνῄσκοντοσ ἐγγύθεν παρών, εἴτ’ ἐξ ἀμαυρᾶσ κληδόνοσ λέγει μαθών. (Aeschylus, Libation Bearers, episode9)
(아이스킬로스, Libation Bearers, episode9)
- ὡσ πόλλ’ ἀμαυρᾶσ ἐκ φρενόσ <μ’> ἀναστένειν πόθεν τὸ δύσφρον τοῦτ’ ἐπῆν θυμῷ στύγοσ; (Aeschylus, Agamemnon, episode 1:11)
(아이스킬로스, 아가멤논, episode 1:11)
- ἐνταῦθα δὲ γενόμενοσ Ὅμηροσ οὐδὲν ἔτι τἀληθοῦσ ἐφρόντισεν, ἀλλ’ εἰσ ἅπαν ἧκεν ἀναισχυντίασ καὶ πάντα τὰ πράγματα ἁπλῶσἀνέτρεψε καὶ μετέστησεν εἰσ τοὐναντίον, καταπεφρονηκὼσ μὲν τῶν ἀνθρώπων, ὅτι καὶ τἄλλα ἑώρα πάνυ ῥᾳδίωσ πειθομένουσ αὐτοὺσ καὶ περὶ τῶν θεῶν, οὐκ ὄντων δὲ ἑτέρων ποιητῶν οὐδὲ συγγραφέων, παρ’ οἷσ ἐλέγετο τἀληθέσ, ἀλλ’ αὐτὸσ πρῶτοσ ἐπιθέμενοσ ὑπὲρ τούτων γράφειν, γενεαῖσ δὲ ὕστερον ξυνθεὶσ πολλαῖσ, τῶν εἰδότωναὐτὰ ἠφανισμένων καὶ τῶν ἐξ ἐκείνων , ἀμαυρᾶσ δὲ καὶ ἀσθενοῦσ ἔτι φήμησ ἀπολειπομένησ, ὡσ εἰκὸσ περὶ τῶν σφόδρα παλαιῶν, ἔτι δὲ πρὸσ τοὺσ πολλοὺσ καὶ ἰδιώτασ μέλλων διηγεῖσθαι τὰ ἔπη, καὶ ταῦτα βελτίω ποιῶν τὰ τῶν Ἑλλήνων, ὡσ μηδὲ τοὺσ γιγνώσκοντασ ἐξελέγχειν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 115:1)
(디오, 크리소토모스, 연설, 115:1)
- "διττὴν ἔμφασιν ἀποδίδωσι καὶ ποιεῖ τέτταρασ εἰκόνασ ἀφ’ ἑνὸσ προσώπου, δύο μὲν ἀντιστρόφουσ ἐν τοῖσ ἔξωθεν, μέρεσι, δύο δὲ δεξιοφανεῖσ ἀμαυρὰσ ἐν βάθει τῶν κατόπτρων. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 4:5)
(플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 17 4:5)
- διὸ καὶ νόμον ἔθεντο φεύγειν ὅστισ ἂν ἀποκτείνῃ πελαργόν, ἀσπίδα δὲ καὶ γαλῆν καὶ κάνθαρον, εἰκόνασ τινὰσ ἐν αὐτοῖσ ἀμαυρὰσ ὥσπερ ἐν σταγόσιν ἡλίου τῆσ τῶν θεῶν δυνάμεωσ κατιδόντεσ· (Plutarch, De Iside et Osiride, section 74 2:1)
(플루타르코스, De Iside et Osiride, section 74 2:1)
유의어
-
입은
-
어두운
- σκοταῖος (in the dark)
- σκοτεινός (어두운, 진한, 짙은)
- σκότιος (어두운, 진한)
- σκότιος (어두운, 진한)
- μαυρός (어두운, 진한)
- σκοτόεις (어두운, 진한)
- σκοτώδης (어두운, 진한)
- κυανωπός (어두운 색깔의, 까무잡잡한)
- σκοτοειδής (어두운 색깔의, 까무잡잡한)
- ἀμαυρόβιος (living in darkness)
- μελάμφυλλος (dark-leaved, dark with leaves)
- μελαμπέταλος (dark-leaved)
- ἰοβόστρυχος (dark-haired)
- κυανόθριξ (dark-haired)
- περκνός (dark coloured)
- σκιερός (어두운 색깔의, 까무잡잡한)
- καρύκινος (dark-red)
- μέλας (어두운, 까만, 음침한)
- μελάγχιμος (어두운, 까만, 음침한)
- Κρόνιος (of the dark ages)
- ἐπίπερκνος (somewhat dark)
- σκότιος (어두운, 애매한, 불명료한)
- ψεφηνός (어두운, 애매한, 불명료한)
- σκοτεινός (어두운, 애매한, 불명료한)
- μέλας (어두운, 애매한, 불명료한)
- σκοταῖος (어두운, 애매한, 불명료한)
- κυανόστολος (dark-robed)
- κυανώπης (dark-eyed)
- κυανοβλέφαρος (dark-eyed)
- μελαναυγής (dark-gleaming)
- κυαναυγής (dark-gleaming)
- κυανόπεπλος (dark-veiled)
- κυάνεος (dark-blue)
- ἐρεβεννός (어두운, 음침한, 진한)
- αἰνιγματώδης (어두운, 진한, 짙은)
- σκνιπαῖος (어두운, 진한, 짙은)
- κυανόφρυς (dark-browed)
- ἐπίσκοτος (그늘진, 음영을 넣은)
- κνεφαῖος (어두운, 진한, 짙은)
-
맹목적
-
불명료한
-
inconspicuous
-
약한