- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατάκορος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: katakoros 고전 발음: [까따꼬로] 신약 발음: [까따꼬로]

기본형: κατάκορος κατάκορον

형태분석: κατακορ (어간) + ος (어미)

  1. to excess, intemperately

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 κατάκορος

(이)가

κατάκορον

(것)가

속격 κατακόρου

(이)의

κατακόρου

(것)의

여격 κατακόρῳ

(이)에게

κατακόρῳ

(것)에게

대격 κατάκορον

(이)를

κατάκορον

(것)를

호격 κατάκορε

(이)야

κατάκορον

(것)야

쌍수주/대/호 κατακόρω

(이)들이

κατακόρω

(것)들이

속/여 κατακόροιν

(이)들의

κατακόροιν

(것)들의

복수주격 κατάκοροι

(이)들이

κατάκορα

(것)들이

속격 κατακόρων

(이)들의

κατακόρων

(것)들의

여격 κατακόροις

(이)들에게

κατακόροις

(것)들에게

대격 κατακόρους

(이)들을

κατάκορα

(것)들을

호격 κατάκοροι

(이)들아

κατάκορα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σὺ δὲ ἀνεῳγμένοις μὲν τοῖς ὀφθαλμοῖς ὁρᾷς τὰ βιβλία, καὶ νὴ Δία κατακόρως, καὶ ἀναγιγνώσκεις ἔνια πάνυ ἐπιτρέχων, φθάνοντος τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ στόμα: (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 2:2)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 2:2)

  • λέγουσιν ἐναπομύττεσθαι ταῖς παροψίσιν, ὅπως τοὺς συνεσθίοντας διατρέψαντες αὐτοὶ μόνοι τῶν παρακειμένων ἐμφορηθῶσιν οἱ δ ἀκράτως φιλόδοξοι καὶ κατακόρως διαβάλλουσιν ἑτέροις τὴν δόξαν ὥσπερ ἀντερασταῖς, ἵνα τυγχάνωσιν αὐτῆς ἀνανταγωνίστως καὶ ταὐτὰ τοῖς ἐρέσσουσι ποιοῦσιν: (Plutarch, An Recte Dictum Sit Latenter Esse Vivendum, section 1 3:1)

    (플루타르코스, An Recte Dictum Sit Latenter Esse Vivendum, section 1 3:1)

  • ὅταν δὲ κατακόρως καὶ ἀπειροκάλως, μήτε τοὺς καιροὺς διορίζων μήτε τὴν ποσότητα ὁρῶν, μεμπτός. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 51 1:1)

    (디오니시오스, , chapter 51 1:1)

  • καὶ μὴν ὥσπερ ὁ Σωκράτης ἐκέλευε φυλάττεσθαι τῶν σιτίων ὅσα μὴ πεινῶντας ἐσθίειν ἀναπείθει καὶ τῶν πομάτων ὅσα πίνειν μὴ διψῶντας, οὕτω χρὴ καὶ τῶν λόγων τὸν ἀδολέσχην, οἷς ἥδεται μάλιστα καὶ κέχρηται κατακόρως, τούτους φοβεῖσθαι καὶ πρὸς τούτους ἐπιρρέοντας ἀντιβαίνειν. (Plutarch, De garrulitate, section 221)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 221)

  • ἐκέλευε φυλάττεσθαι τῶν σιτίων ὅσα μὴ πεινῶντας ἐσθίειν ἀναπείθει καὶ τῶν πωμάτων ὅσα πίνειν μὴ διψῶντας, οὕτω χρὴ καὶ τῶν λόγων τὸν ἀδολέσχην, οἷς ἥδεται μάλιστα καὶ κέχρηται κατακόρως, τούτους φοβεῖσθαι καὶ πρὸς τούτους ἐπιρρέοντας ἀντιβαίνειν. (Plutarch, De garrulitate, section 222)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 222)

  • "ἥ τε γὰρ ἐν ταῖς λεγομέναις παραβάσεσιν αὐτῶν σπουδὴ καὶ παρρησία λίαν ἄκρατός ἐστι καὶ σύντονος, ἥ τε πρὸς τὰ σκώμματα καὶ βωμολοχίας εὐχέρεια δεινῶς κατάκορος καὶ ἀναπεπταμένη καὶ γέμουσα ῥημάτων ἀκόσμων καὶ ἀκολάστων ὀνομάτων: (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 7, 10:9)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 7, 10:9)

유의어

  1. to excess

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION