헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θεραπεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θεραπεύω θεραπεύσω ἐθεράπευσα τεθεράπευμαι ἐθεραπεύθην

형태분석: θεραπεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: qera/pwn

  1. 시중들다
  2. 복종하다, 따르다
  3. 아첨하다, 알랑거리다
  4. 상담하다, 상의하다
  5. 회복시키다, 치료하다, 고치다
  6. 갈다, 경작하다
  1. I wait on, attend, serve
  2. I obey
  3. I flatter, placate
  4. I consult
  5. I cure, heal, restore
  6. I cultivate, till (of land)

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεραπεύω

(나는) 시중든다

θεραπεύεις

(너는) 시중든다

θεραπεύει

(그는) 시중든다

쌍수 θεραπεύετον

(너희 둘은) 시중든다

θεραπεύετον

(그 둘은) 시중든다

복수 θεραπεύομεν

(우리는) 시중든다

θεραπεύετε

(너희는) 시중든다

θεραπεύουσιν*

(그들은) 시중든다

접속법단수 θεραπεύω

(나는) 시중들자

θεραπεύῃς

(너는) 시중들자

θεραπεύῃ

(그는) 시중들자

쌍수 θεραπεύητον

(너희 둘은) 시중들자

θεραπεύητον

(그 둘은) 시중들자

복수 θεραπεύωμεν

(우리는) 시중들자

θεραπεύητε

(너희는) 시중들자

θεραπεύωσιν*

(그들은) 시중들자

기원법단수 θεραπεύοιμι

(나는) 시중들기를 (바라다)

θεραπεύοις

(너는) 시중들기를 (바라다)

θεραπεύοι

(그는) 시중들기를 (바라다)

쌍수 θεραπεύοιτον

(너희 둘은) 시중들기를 (바라다)

θεραπευοίτην

(그 둘은) 시중들기를 (바라다)

복수 θεραπεύοιμεν

(우리는) 시중들기를 (바라다)

θεραπεύοιτε

(너희는) 시중들기를 (바라다)

θεραπεύοιεν

(그들은) 시중들기를 (바라다)

명령법단수 θεράπευε

(너는) 시중들어라

θεραπευέτω

(그는) 시중들어라

쌍수 θεραπεύετον

(너희 둘은) 시중들어라

θεραπευέτων

(그 둘은) 시중들어라

복수 θεραπεύετε

(너희는) 시중들어라

θεραπευόντων, θεραπευέτωσαν

(그들은) 시중들어라

부정사 θεραπεύειν

시중드는 것

분사 남성여성중성
θεραπευων

θεραπευοντος

θεραπευουσα

θεραπευουσης

θεραπευον

θεραπευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεραπεύομαι

(나는) 시중들려진다

θεραπεύει, θεραπεύῃ

(너는) 시중들려진다

θεραπεύεται

(그는) 시중들려진다

쌍수 θεραπεύεσθον

(너희 둘은) 시중들려진다

θεραπεύεσθον

(그 둘은) 시중들려진다

복수 θεραπευόμεθα

(우리는) 시중들려진다

θεραπεύεσθε

(너희는) 시중들려진다

θεραπεύονται

(그들은) 시중들려진다

접속법단수 θεραπεύωμαι

(나는) 시중들려지자

θεραπεύῃ

(너는) 시중들려지자

θεραπεύηται

(그는) 시중들려지자

쌍수 θεραπεύησθον

(너희 둘은) 시중들려지자

θεραπεύησθον

(그 둘은) 시중들려지자

복수 θεραπευώμεθα

(우리는) 시중들려지자

θεραπεύησθε

(너희는) 시중들려지자

θεραπεύωνται

(그들은) 시중들려지자

기원법단수 θεραπευοίμην

(나는) 시중들려지기를 (바라다)

θεραπεύοιο

(너는) 시중들려지기를 (바라다)

θεραπεύοιτο

(그는) 시중들려지기를 (바라다)

쌍수 θεραπεύοισθον

(너희 둘은) 시중들려지기를 (바라다)

θεραπευοίσθην

(그 둘은) 시중들려지기를 (바라다)

복수 θεραπευοίμεθα

(우리는) 시중들려지기를 (바라다)

θεραπεύοισθε

(너희는) 시중들려지기를 (바라다)

θεραπεύοιντο

(그들은) 시중들려지기를 (바라다)

명령법단수 θεραπεύου

(너는) 시중들려져라

θεραπευέσθω

(그는) 시중들려져라

쌍수 θεραπεύεσθον

(너희 둘은) 시중들려져라

θεραπευέσθων

(그 둘은) 시중들려져라

복수 θεραπεύεσθε

(너희는) 시중들려져라

θεραπευέσθων, θεραπευέσθωσαν

(그들은) 시중들려져라

부정사 θεραπεύεσθαι

시중들려지는 것

분사 남성여성중성
θεραπευομενος

θεραπευομενου

θεραπευομενη

θεραπευομενης

θεραπευομενον

θεραπευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεραπεύσω

(나는) 시중들겠다

θεραπεύσεις

(너는) 시중들겠다

θεραπεύσει

(그는) 시중들겠다

쌍수 θεραπεύσετον

(너희 둘은) 시중들겠다

θεραπεύσετον

(그 둘은) 시중들겠다

복수 θεραπεύσομεν

(우리는) 시중들겠다

θεραπεύσετε

(너희는) 시중들겠다

θεραπεύσουσιν*

(그들은) 시중들겠다

기원법단수 θεραπεύσοιμι

(나는) 시중들겠기를 (바라다)

θεραπεύσοις

(너는) 시중들겠기를 (바라다)

θεραπεύσοι

(그는) 시중들겠기를 (바라다)

쌍수 θεραπεύσοιτον

(너희 둘은) 시중들겠기를 (바라다)

θεραπευσοίτην

(그 둘은) 시중들겠기를 (바라다)

복수 θεραπεύσοιμεν

(우리는) 시중들겠기를 (바라다)

θεραπεύσοιτε

(너희는) 시중들겠기를 (바라다)

θεραπεύσοιεν

(그들은) 시중들겠기를 (바라다)

부정사 θεραπεύσειν

시중들 것

분사 남성여성중성
θεραπευσων

θεραπευσοντος

θεραπευσουσα

θεραπευσουσης

θεραπευσον

θεραπευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεραπεύσομαι

(나는) 시중들려지겠다

θεραπεύσει, θεραπεύσῃ

(너는) 시중들려지겠다

θεραπεύσεται

(그는) 시중들려지겠다

쌍수 θεραπεύσεσθον

(너희 둘은) 시중들려지겠다

θεραπεύσεσθον

(그 둘은) 시중들려지겠다

복수 θεραπευσόμεθα

(우리는) 시중들려지겠다

θεραπεύσεσθε

(너희는) 시중들려지겠다

θεραπεύσονται

(그들은) 시중들려지겠다

기원법단수 θεραπευσοίμην

(나는) 시중들려지겠기를 (바라다)

θεραπεύσοιο

(너는) 시중들려지겠기를 (바라다)

θεραπεύσοιτο

(그는) 시중들려지겠기를 (바라다)

쌍수 θεραπεύσοισθον

(너희 둘은) 시중들려지겠기를 (바라다)

θεραπευσοίσθην

(그 둘은) 시중들려지겠기를 (바라다)

복수 θεραπευσοίμεθα

(우리는) 시중들려지겠기를 (바라다)

θεραπεύσοισθε

(너희는) 시중들려지겠기를 (바라다)

θεραπεύσοιντο

(그들은) 시중들려지겠기를 (바라다)

부정사 θεραπεύσεσθαι

시중들려질 것

분사 남성여성중성
θεραπευσομενος

θεραπευσομενου

θεραπευσομενη

θεραπευσομενης

θεραπευσομενον

θεραπευσομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 θεραπευθήσομαι

(나는) 시중들려지겠다

θεραπευθήσῃ

(너는) 시중들려지겠다

θεραπευθήσεται

(그는) 시중들려지겠다

쌍수 θεραπευθήσεσθον

(너희 둘은) 시중들려지겠다

θεραπευθήσεσθον

(그 둘은) 시중들려지겠다

복수 θεραπευθησόμεθα

(우리는) 시중들려지겠다

θεραπευθήσεσθε

(너희는) 시중들려지겠다

θεραπευθήσονται

(그들은) 시중들려지겠다

기원법단수 θεραπευθησοίμην

(나는) 시중들려지겠기를 (바라다)

θεραπευθήσοιο

(너는) 시중들려지겠기를 (바라다)

θεραπευθήσοιτο

(그는) 시중들려지겠기를 (바라다)

쌍수 θεραπευθήσοισθον

(너희 둘은) 시중들려지겠기를 (바라다)

θεραπευθησοίσθην

(그 둘은) 시중들려지겠기를 (바라다)

복수 θεραπευθησοίμεθα

(우리는) 시중들려지겠기를 (바라다)

θεραπευθήσοισθε

(너희는) 시중들려지겠기를 (바라다)

θεραπευθήσοιντο

(그들은) 시중들려지겠기를 (바라다)

부정사 θεραπευθήσεσθαι

시중들려질 것

분사 남성여성중성
θεραπευθησομενος

θεραπευθησομενου

θεραπευθησομενη

θεραπευθησομενης

θεραπευθησομενον

θεραπευθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθεράπευον

(나는) 시중들고 있었다

ἐθεράπευες

(너는) 시중들고 있었다

ἐθεράπευεν*

(그는) 시중들고 있었다

쌍수 ἐθεραπεύετον

(너희 둘은) 시중들고 있었다

ἐθεραπευέτην

(그 둘은) 시중들고 있었다

복수 ἐθεραπεύομεν

(우리는) 시중들고 있었다

ἐθεραπεύετε

(너희는) 시중들고 있었다

ἐθεράπευον

(그들은) 시중들고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθεραπευόμην

(나는) 시중들려지고 있었다

ἐθεραπεύου

(너는) 시중들려지고 있었다

ἐθεραπεύετο

(그는) 시중들려지고 있었다

쌍수 ἐθεραπεύεσθον

(너희 둘은) 시중들려지고 있었다

ἐθεραπευέσθην

(그 둘은) 시중들려지고 있었다

복수 ἐθεραπευόμεθα

(우리는) 시중들려지고 있었다

ἐθεραπεύεσθε

(너희는) 시중들려지고 있었다

ἐθεραπεύοντο

(그들은) 시중들려지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθεράπευσα

(나는) 시중들었다

ἐθεράπευσας

(너는) 시중들었다

ἐθεράπευσεν*

(그는) 시중들었다

쌍수 ἐθεραπεύσατον

(너희 둘은) 시중들었다

ἐθεραπευσάτην

(그 둘은) 시중들었다

복수 ἐθεραπεύσαμεν

(우리는) 시중들었다

ἐθεραπεύσατε

(너희는) 시중들었다

ἐθεράπευσαν

(그들은) 시중들었다

접속법단수 θεραπεύσω

(나는) 시중들었자

θεραπεύσῃς

(너는) 시중들었자

θεραπεύσῃ

(그는) 시중들었자

쌍수 θεραπεύσητον

(너희 둘은) 시중들었자

θεραπεύσητον

(그 둘은) 시중들었자

복수 θεραπεύσωμεν

(우리는) 시중들었자

θεραπεύσητε

(너희는) 시중들었자

θεραπεύσωσιν*

(그들은) 시중들었자

기원법단수 θεραπεύσαιμι

(나는) 시중들었기를 (바라다)

θεραπεύσαις

(너는) 시중들었기를 (바라다)

θεραπεύσαι

(그는) 시중들었기를 (바라다)

쌍수 θεραπεύσαιτον

(너희 둘은) 시중들었기를 (바라다)

θεραπευσαίτην

(그 둘은) 시중들었기를 (바라다)

복수 θεραπεύσαιμεν

(우리는) 시중들었기를 (바라다)

θεραπεύσαιτε

(너희는) 시중들었기를 (바라다)

θεραπεύσαιεν

(그들은) 시중들었기를 (바라다)

명령법단수 θεράπευσον

(너는) 시중들었어라

θεραπευσάτω

(그는) 시중들었어라

쌍수 θεραπεύσατον

(너희 둘은) 시중들었어라

θεραπευσάτων

(그 둘은) 시중들었어라

복수 θεραπεύσατε

(너희는) 시중들었어라

θεραπευσάντων

(그들은) 시중들었어라

부정사 θεραπεύσαι

시중들었는 것

분사 남성여성중성
θεραπευσᾱς

θεραπευσαντος

θεραπευσᾱσα

θεραπευσᾱσης

θεραπευσαν

θεραπευσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθεραπευσάμην

(나는) 시중들려졌다

ἐθεραπεύσω

(너는) 시중들려졌다

ἐθεραπεύσατο

(그는) 시중들려졌다

쌍수 ἐθεραπεύσασθον

(너희 둘은) 시중들려졌다

ἐθεραπευσάσθην

(그 둘은) 시중들려졌다

복수 ἐθεραπευσάμεθα

(우리는) 시중들려졌다

ἐθεραπεύσασθε

(너희는) 시중들려졌다

ἐθεραπεύσαντο

(그들은) 시중들려졌다

접속법단수 θεραπεύσωμαι

(나는) 시중들려졌자

θεραπεύσῃ

(너는) 시중들려졌자

θεραπεύσηται

(그는) 시중들려졌자

쌍수 θεραπεύσησθον

(너희 둘은) 시중들려졌자

θεραπεύσησθον

(그 둘은) 시중들려졌자

복수 θεραπευσώμεθα

(우리는) 시중들려졌자

θεραπεύσησθε

(너희는) 시중들려졌자

θεραπεύσωνται

(그들은) 시중들려졌자

기원법단수 θεραπευσαίμην

(나는) 시중들려졌기를 (바라다)

θεραπεύσαιο

(너는) 시중들려졌기를 (바라다)

θεραπεύσαιτο

(그는) 시중들려졌기를 (바라다)

쌍수 θεραπεύσαισθον

(너희 둘은) 시중들려졌기를 (바라다)

θεραπευσαίσθην

(그 둘은) 시중들려졌기를 (바라다)

복수 θεραπευσαίμεθα

(우리는) 시중들려졌기를 (바라다)

θεραπεύσαισθε

(너희는) 시중들려졌기를 (바라다)

θεραπεύσαιντο

(그들은) 시중들려졌기를 (바라다)

명령법단수 θεράπευσαι

(너는) 시중들려졌어라

θεραπευσάσθω

(그는) 시중들려졌어라

쌍수 θεραπεύσασθον

(너희 둘은) 시중들려졌어라

θεραπευσάσθων

(그 둘은) 시중들려졌어라

복수 θεραπεύσασθε

(너희는) 시중들려졌어라

θεραπευσάσθων

(그들은) 시중들려졌어라

부정사 θεραπεύσεσθαι

시중들려졌는 것

분사 남성여성중성
θεραπευσαμενος

θεραπευσαμενου

θεραπευσαμενη

θεραπευσαμενης

θεραπευσαμενον

θεραπευσαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐθεραπεύθην

(나는) 시중들려졌다

ἐθεραπεύθης

(너는) 시중들려졌다

ἐθεραπεύθη

(그는) 시중들려졌다

쌍수 ἐθεραπεύθητον

(너희 둘은) 시중들려졌다

ἐθεραπευθήτην

(그 둘은) 시중들려졌다

복수 ἐθεραπεύθημεν

(우리는) 시중들려졌다

ἐθεραπεύθητε

(너희는) 시중들려졌다

ἐθεραπεύθησαν

(그들은) 시중들려졌다

접속법단수 θεραπεύθω

(나는) 시중들려졌자

θεραπεύθῃς

(너는) 시중들려졌자

θεραπεύθῃ

(그는) 시중들려졌자

쌍수 θεραπεύθητον

(너희 둘은) 시중들려졌자

θεραπεύθητον

(그 둘은) 시중들려졌자

복수 θεραπεύθωμεν

(우리는) 시중들려졌자

θεραπεύθητε

(너희는) 시중들려졌자

θεραπεύθωσιν*

(그들은) 시중들려졌자

기원법단수 θεραπευθείην

(나는) 시중들려졌기를 (바라다)

θεραπευθείης

(너는) 시중들려졌기를 (바라다)

θεραπευθείη

(그는) 시중들려졌기를 (바라다)

쌍수 θεραπευθείητον

(너희 둘은) 시중들려졌기를 (바라다)

θεραπευθειήτην

(그 둘은) 시중들려졌기를 (바라다)

복수 θεραπευθείημεν

(우리는) 시중들려졌기를 (바라다)

θεραπευθείητε

(너희는) 시중들려졌기를 (바라다)

θεραπευθείησαν

(그들은) 시중들려졌기를 (바라다)

명령법단수 θεραπεύθητι

(너는) 시중들려졌어라

θεραπευθήτω

(그는) 시중들려졌어라

쌍수 θεραπεύθητον

(너희 둘은) 시중들려졌어라

θεραπευθήτων

(그 둘은) 시중들려졌어라

복수 θεραπεύθητε

(너희는) 시중들려졌어라

θεραπευθέντων

(그들은) 시중들려졌어라

부정사 θεραπευθῆναι

시중들려졌는 것

분사 남성여성중성
θεραπευθεις

θεραπευθεντος

θεραπευθεισα

θεραπευθεισης

θεραπευθεν

θεραπευθεντος

완료(Perfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τεθεράπευμαι

(나는) 시중들려졌다

τεθεράπευσαι

(너는) 시중들려졌다

τεθεράπευται

(그는) 시중들려졌다

쌍수 τεθεράπευσθον

(너희 둘은) 시중들려졌다

τεθεράπευσθον

(그 둘은) 시중들려졌다

복수 τεθεραπεύμεθα

(우리는) 시중들려졌다

τεθεράπευσθε

(너희는) 시중들려졌다

τεθεράπευνται

(그들은) 시중들려졌다

명령법단수 τεθεράπευσο

(너는) 시중들려졌어라

τεθεραπεύσθω

(그는) 시중들려졌어라

쌍수 τεθεράπευσθον

(너희 둘은) 시중들려졌어라

τεθεραπεύσθων

(그 둘은) 시중들려졌어라

복수 τεθεράπευσθε

(너희는) 시중들려졌어라

τεθεραπεύσθων

(그들은) 시중들려졌어라

부정사 τεθεράπευσθαι

시중들려졌는 것

분사 남성여성중성
τεθεραπευμενος

τεθεραπευμενου

τεθεραπευμενη

τεθεραπευμενης

τεθεραπευμενον

τεθεραπευμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "οὐ βούλομαι οὐδὲ θεραπεύω δυνάμενοσ, ἀλλ’ ἐμαυτῷ μόνῳ τὴν τέχνην οἶδα καὶ πατρί, τοῖσ δὲ ἄλλοισ ἅπασιν . (Lucian, Abdicatus, (no name) 23:2)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 23:2)

  • ὡσ γὰρ ἀμήτωρ ἀπάτωρ τε γεγὼσ τοὺσ θρέψαντασ Φοίβου ναοὺσ θεραπεύω. (Euripides, Ion, choral, anapests9)

    (에우리피데스, Ion, choral, anapests9)

  • τῷ Καλλιμέδοντι γὰρ θεραπεύω τὰσ κόρασ ἤδη τετάρτην ἡμέραν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 24 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 24 2:2)

  • " καὶ γὰρ ἐγὼ τὸ πινάκιον θεραπεύω καὶ πλύνω αὐτὸ καὶ ἐκμάσσω καὶ τῆσ ληκύθου ἕνεκα πάσσαλον πήσσω. (Epictetus, Works, book 1, 4:5)

    (에픽테토스, Works, book 1, 4:5)

  • ταύτησ οὖν ἕνεκα θεραπεύω αὐτά. (Epictetus, Works, book 1, 4:10)

    (에픽테토스, Works, book 1, 4:10)

유의어

  1. 시중들다

  2. 복종하다

  3. 상담하다

  4. 회복시키다

  5. 갈다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION