- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χρόνιος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: chronios 고전 발음: [로니오] 신약 발음: [로니오]

기본형: χρόνιος χρονία χρόνιον

형태분석: χρονι (어간) + ος (어미)

어원: χρόνος

  1. 늦은, 꾸물거리는, 고
  1. after a long time, late
  2. for a long time, a long while
  3. long-continued
  4. (of ailments) chronic

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 χρόνιος

늦은 (이)가

χρονία

늦은 (이)가

χρόνιον

늦은 (것)가

속격 χρονίου

늦은 (이)의

χρονίας

늦은 (이)의

χρονίου

늦은 (것)의

여격 χρονίῳ

늦은 (이)에게

χρονίᾳ

늦은 (이)에게

χρονίῳ

늦은 (것)에게

대격 χρόνιον

늦은 (이)를

χρονίαν

늦은 (이)를

χρόνιον

늦은 (것)를

호격 χρόνιε

늦은 (이)야

χρονία

늦은 (이)야

χρόνιον

늦은 (것)야

쌍수주/대/호 χρονίω

늦은 (이)들이

χρονία

늦은 (이)들이

χρονίω

늦은 (것)들이

속/여 χρονίοιν

늦은 (이)들의

χρονίαιν

늦은 (이)들의

χρονίοιν

늦은 (것)들의

복수주격 χρόνιοι

늦은 (이)들이

χρονίαι

늦은 (이)들이

χρόνια

늦은 (것)들이

속격 χρονίων

늦은 (이)들의

χρονιῶν

늦은 (이)들의

χρονίων

늦은 (것)들의

여격 χρονίοις

늦은 (이)들에게

χρονίαις

늦은 (이)들에게

χρονίοις

늦은 (것)들에게

대격 χρονίους

늦은 (이)들을

χρονίας

늦은 (이)들을

χρόνια

늦은 (것)들을

호격 χρόνιοι

늦은 (이)들아

χρονίαι

늦은 (이)들아

χρόνια

늦은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παλίρρους δὲ τάνδ ὑπάγεται δίκα διαδρόμου λέχους μέλεον ἃ πόσιν χρόνιον ἱκόμενον εἰς οἴκους Κυκλώπειά τ οὐράνια τείχε ὀξυθήκτου βέλους ἔκανεν αὐτόχειρ, πέλεκυν ἐν χεροῖν λαβοῦς: (Euripides, choral, antistrophe1)

    (에우리피데스, choral, antistrophe1)

  • χρόνιον ἱστῶν παρθένευμα τῶν ἐμῶν. (Euripides, Ion, episode, iambics 5:38)

    (에우리피데스, Ion, episode, iambics 5:38)

  • ἐξῆλθον οἴκων προσκοπουμένη πόσιν, χρόνιον ἀπόντα κἀκλελοιπότα στέγας. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode1)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode1)

  • πότερα δέρκεται φάος τέθριππά θ ἁλίου κέλευθά τ ἀστέρων, ἢ ν νέκυσι κατὰ χθονὸς τὰν χρόνιον ἔχει τύχαν· (Euripides, Helen, episode, lyric8)

    (에우리피데스, Helen, episode, lyric8)

  • τὸ κακὸν δ ἀγαθὸν σέ τε κἀμὲ συνάγαγε, πόσιν χρόνιον, ἀλλ ὅμως ὀναίμαν τύχας. (Euripides, Helen, episode, lyric4)

    (에우리피데스, Helen, episode, lyric4)

유의어

  1. 늦은

  2. long-continued

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION