- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑβριστικός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: hybristikos 고전 발음: [띠꼬] 신약 발음: [띠꼬]

기본형: ὑβριστικός

형태분석: ὑβριστικ (어간) + ος (어미)

어원: from ὑβριστής

  1. 거센, 거만한, 오만한, 맹렬한, 격렬한
  1. Given to wantonness, insolent, violent, outrageous

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὑβριστικός

거센 (이)가

ὑβριστική

거센 (이)가

ὑβρίστικον

거센 (것)가

속격 ὑβριστικοῦ

거센 (이)의

ὑβριστικῆς

거센 (이)의

ὑβριστίκου

거센 (것)의

여격 ὑβριστικῷ

거센 (이)에게

ὑβριστικῇ

거센 (이)에게

ὑβριστίκῳ

거센 (것)에게

대격 ὑβριστικόν

거센 (이)를

ὑβριστικήν

거센 (이)를

ὑβρίστικον

거센 (것)를

호격 ὑβριστικέ

거센 (이)야

ὑβριστική

거센 (이)야

ὑβρίστικον

거센 (것)야

쌍수주/대/호 ὑβριστικώ

거센 (이)들이

ὑβριστικά

거센 (이)들이

ὑβριστίκω

거센 (것)들이

속/여 ὑβριστικοῖν

거센 (이)들의

ὑβριστικαῖν

거센 (이)들의

ὑβριστίκοιν

거센 (것)들의

복수주격 ὑβριστικοί

거센 (이)들이

ὑβριστικαί

거센 (이)들이

ὑβρίστικα

거센 (것)들이

속격 ὑβριστικῶν

거센 (이)들의

ὑβριστικῶν

거센 (이)들의

ὑβριστίκων

거센 (것)들의

여격 ὑβριστικοῖς

거센 (이)들에게

ὑβριστικαῖς

거센 (이)들에게

ὑβριστίκοις

거센 (것)들에게

대격 ὑβριστικούς

거센 (이)들을

ὑβριστικάς

거센 (이)들을

ὑβρίστικα

거센 (것)들을

호격 ὑβριστικοί

거센 (이)들아

ὑβριστικαί

거센 (이)들아

ὑβρίστικα

거센 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκέλευε γάρ, ὥς φησι, τοὺς μὲν παῖδας ἀστραγάλοις, τοὺς δὲ ἄνδρας ὁρ´κοις ἐξαπατᾶν, ἀπομιμούμενος Πολυκράτη τὸν Σάμιον, οὐκ ὀρθῶς τύραννον στρατηγός, οὐδὲ Λακωνικὸν τὸ χρῆσθαι τοῖς θεοῖς ὥσπερ τοῖς πολεμίοις, μᾶλλον δὲ ὑβριστικώτερον. (Plutarch, , chapter 8 4:1)

    (플루타르코스, , chapter 8 4:1)

  • πῶς ἂν οὖν ὑβριστικώτερον ἄνθρωπος ὑμῖν ἐχρήσατο· (Demosthenes, Speeches 11-20, 115:2)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 115:2)

  • τίνος οὖν εἵνεκ ἀφεὶς τὸ τὰ χωρία δημεύειν καὶ τὰς οἰκίας καὶ ταῦτ ἀπογράφειν, ἔδεις καὶ ὕβριζες πολίτας ἀνθρώπους καὶ τοὺς ταλαιπώρους μετοίκους, οἷς ὑβριστικώτερον ἢ τοῖς οἰκέταις τοῖς σαυτοῦ κέχρησαι· (Demosthenes, Speeches 21-30, 68:3)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 68:3)

  • τίνος οὖν ἕνεκ, ὦ κάκιστοι πάντων ἀνθρώπων, ἀφέντες τὸ τὰ χωρία δημεύειν καὶ τὰς οἰκίας καὶ ταῦτ ἀπογράφειν, ἐδεῖτε καὶ ὑβρίζετε πολίτας ἀνθρώπους καὶ τοὺς ταλαιπώρους μετοίκους, οἷς ὑβριστικώτερον ὑμεῖς ἢ τοῖς οἰκέταις τοῖς ὑμετέροις αὐτῶν ἐχρῆσθε· (Demosthenes, Speeches 21-30, 234:3)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 234:3)

  • τὰ γὰρ τοιαῦτα, ἐφ᾿ οἷς μέγα φρονεῖτε, παρὰ πᾶσι μὲν τοῖς ὀρθῶς ἐννοουμένοις διαπτύεται, μάλιστα δὲ παρὰ τοῖς Ῥωμαίοις γέλωτα κινεῖ καὶ καλεῖται τὸ ἔτι ὑβριστικώτερον Ἑλληνικὰ ἁμαρτήματα. (Dio, Chrysostom, Orationes, 70:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 70:1)

유의어

  1. 거센

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION