헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δανειστικός

형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δανειστικός

어원: danei/zw

  1. of or for money-lending

예문

  • Σὺ μέν, ὦ Κράτησ καὶ Ἀντίσθενεσ, τοιούτων ἐτύχετε τῶν ξυνοδοιπόρων, ἐμοὶ δὲ Βλεψίασ τε ὁ δανειστικὸσ ὁ ἐκ Πίσησ καὶ Λάμπισ ὁ Ἀκαρνὰν ξεναγὸσ ὢν καὶ Δᾶμισ ὁ πλούσιοσ ὁ ἐκ Κορίνθου συγκατῄεσαν, ὁ μὲν Δᾶμισ ὑπὸ τοῦ παιδὸσ ἐκ φαρμάκων ἀποθανών, ὁ δὲ Λάμπισ δἰ ἔρωτα Μυρτίου τῆσ ἑταίρασ ἀποσφάξασ ἑαυτόν, ὁ δὲ Βλεψίασ λιμῷ ὁ ἄθλιοσ ἐλέγετο ἀπεσκληκέναι καὶ ἐδήλου δέ γε ὠχρὸσ ἐσ ὑπερβολὴν καὶ λεπτοσ ἐσ τὸ ἀκριβέστατον φαινόμενοσ. (Lucian, Dialogi mortuorum, 12:1)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 12:1)

유의어

  1. of or for money-lending

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION