헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑβριστικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑβριστικός

형태분석: ὑβριστικ (어간) + ος (어미)

어원: from u(bristh/s

  1. 거센, 거만한, 오만한, 맹렬한, 격렬한
  1. Given to wantonness, insolent, violent, outrageous

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὑβριστικός

거센 (이)가

ὑβριστική

거센 (이)가

ὑβρίστικον

거센 (것)가

속격 ὑβριστικοῦ

거센 (이)의

ὑβριστικῆς

거센 (이)의

ὑβριστίκου

거센 (것)의

여격 ὑβριστικῷ

거센 (이)에게

ὑβριστικῇ

거센 (이)에게

ὑβριστίκῳ

거센 (것)에게

대격 ὑβριστικόν

거센 (이)를

ὑβριστικήν

거센 (이)를

ὑβρίστικον

거센 (것)를

호격 ὑβριστικέ

거센 (이)야

ὑβριστική

거센 (이)야

ὑβρίστικον

거센 (것)야

쌍수주/대/호 ὑβριστικώ

거센 (이)들이

ὑβριστικᾱ́

거센 (이)들이

ὑβριστίκω

거센 (것)들이

속/여 ὑβριστικοῖν

거센 (이)들의

ὑβριστικαῖν

거센 (이)들의

ὑβριστίκοιν

거센 (것)들의

복수주격 ὑβριστικοί

거센 (이)들이

ὑβριστικαί

거센 (이)들이

ὑβρίστικα

거센 (것)들이

속격 ὑβριστικῶν

거센 (이)들의

ὑβριστικῶν

거센 (이)들의

ὑβριστίκων

거센 (것)들의

여격 ὑβριστικοῖς

거센 (이)들에게

ὑβριστικαῖς

거센 (이)들에게

ὑβριστίκοις

거센 (것)들에게

대격 ὑβριστικούς

거센 (이)들을

ὑβριστικᾱ́ς

거센 (이)들을

ὑβρίστικα

거센 (것)들을

호격 ὑβριστικοί

거센 (이)들아

ὑβριστικαί

거센 (이)들아

ὑβρίστικα

거센 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ΑΚΟΛΑΣΤΟΝ οἶνοσ καὶ ὑβριστικὸν μέθη, πᾶσ δὲ ἄφρων τοιούτοισ συμπλέκεται. (Septuagint, Liber Proverbiorum 20:1)

    (70인역 성경, 잠언 20:1)

  • ἐγὼ γὰρ οὐ τῶν ἀφανῶν ἐν Ἀκράγαντι ὤν, ἀλλ’ εἰ καί τισ ἄλλοσ εὖ γεγονὼσ καὶ τραφεὶσ ἐλευθερίωσ καὶ παιδείᾳ προσεσχηκώσ, ἀεὶ διετέλουν τῇ μὲν πόλει δημοτικὸν ἐμαυτὸν παρέχων, τοῖσ δὲ συμπολιτευομένοισ ἐπιεικῆ καὶ μέτριον, βίαιον δὲ ἢ σκαιὸν ἢ ὑβριστικὸν ἢ αὐθέκαστον οὐδεὶσ οὐδὲν ἐπεκάλει μου τῷ προτέρῳ ἐκείνῳ βίῳ. (Lucian, Phalaris, book 1 2:1)

    (루키아노스, Phalaris, book 1 2:1)

  • δέδια γᾴρ, μή τι ὑβριστικὸν καὶ σὺ εἴπῃσ. (Lucian, Dialogi deorum, 6:6)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 6:6)

  • εἰ δὲ ἐπὶ σοῦ συνθοῖντο μετρίων δεήσεσθαι, ὥσπερ νῦν φασι, μηδὲν δὲ ὑβριστικὸν ἐν τοῖσ συμποσίοισ ὥσπερ νῦν φασι, μηδὲν δὲ ὑβριστικὸν ἐν τοῖσ συμποσίοισ ἐργάσεσθαι, κοινωνούντων ἡμῖν καὶ συνδειπνούντων τύχῃ τῇ ἀγαθῇ. (Lucian, Saturnalia, letter 4 4:2)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 4 4:2)

유의어

  1. 거센

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION