Ancient Greek-English Dictionary Language

ταπεινός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ταπεινός

Structure: ταπειν (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. low, (of place) low-lying
  2. (of persons) humbled, abased in power, pride; submissive; small, poor, weak
  3. (of the spirits) downcast, dejected
  4. (in moral sense);, (bad) mean, base, abject
  5. (good) lowly, humble

Examples

  • Αἰμίλιοσ δὲ Σκαῦροσ ἐκ ταπεινοῦ βίου καὶ ταπεινοτέρου γένουσ καινὸσ ἄνθρωποσ ἀρθεὶσ ὑπ’ αὐτῆσ προγράφεται τοῦ μεγάλου συνεδρίου. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 4 4:1)
  • ἐκ ταπεινοῦ βίου καὶ ταπεινοτέρου γένουσ καινὸσ ἄνθρωποσ ἀρθεὶσ ὑπ’ αὐτῆσ, προγράφεται τοῦ μεγάλου συνεδρίου. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 4 11:2)
  • καὶ τοῦτον ὅμωσ εἰσί τινεσ οἱ παραψύχοντεσ καὶ παρακροτοῦντεσ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν, οἷσ ἐντέτηκε τὸ πρὸσ τοὺσ δημοτικοὺσ μῖσοσ ἀδιάλλακτον, καὶ οὐ δύνανται συνιδεῖν, ὅτι οὐθὲν μᾶλλον κατὰ τοῦ ταπεινοτέρου μέρουσ τῶν ἐν τῇ πόλει φύεται τουτὶ τὸ κακὸν ὡσ καὶ κατὰ τοῦ σεμνοτέρου· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 46 7:2)
  • φασὶ δὲ τοῦ πεδίου κοίλου παντάπασιν ὄντοσ καὶ ταπεινοτέρου τῆσ θαλάττησ ἱπποκρατούμενον τὸν Ἡρακλέα, ἡνίκα ἦλθεν ἐπὶ τὰσ τοῦ Διομήδουσ ἵππουσ, διορύξαι τὴν ᾐόνα καὶ τὴν θάλατταν ἐπαφέντα τῷ πεδίῳ κρατῆσαι τῶν ἐναντίων. (Strabo, Geography, Book 7, chapter fragments 96:7)

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION