Ancient Greek-English Dictionary Language

συχνός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συχνός συχνή συχνόν

Structure: συχν (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. long, a long
  2. many, many, together, many people together, much, great, large
  3. often, much, far
  4. by a good deal

Examples

  • τοιγαροῦν ἐμπέπλησται πᾶσα πόλισ τῆσ τοιαύτησ ῥᾳδιουργίασ, καὶ μάλιστα τῶν Διογένη καὶ Ἀντισθένη καὶ Κράτητα ἐπιγραφομένων καὶ ὑπὸ τῷ κυνὶ ταττομένων, οἳ τὸ μὲν χρήσιμον ὁπόσον ἔνεστι τῇ φύσει τῶν κυνῶν, οἱο͂ν τὸ φυλακτικὸν ἢ οἰκουρικὸν ἢ φιλοδέσποτον ἢ μνημονικόν, οὐδαμῶσ ἐζηλώκασιν, ὑλακὴν δὲ καὶ λιχνείαν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ἀφροδίσια συχνὰ καὶ κολακείαν καὶ τὸ σαίνειν τὸν διδόντα καὶ περὶ τραπέζασ ἔχειν, ταῦτα ἀκριβῶσ ἐκπεπονήκασιν. (Lucian, Fugitivi, (no name) 16:1)
  • οὐκοῦν τῷ μὲν συχνὰ κεκτημένῳ ἴσωσ τοῦτο παρέχει, τῷ δὲ ὀλίγα καὶ μηδὲν οὐκέτι· (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 12:14)
  • ὠνοῦντο οὖν ὧν ἦν τὰ κτήματα, καὶ συνελέγη χρήματα οὕτω συχνά. (Aristotle, Economics, Book 2 29:2)
  • δασύποδα, ἐὰν περιτύχῃσ, ἀγόρασον καὶ νηττία ὁπόσα σὺ βούλει καὶ κίχλασ καὶ κοψίχουσ, ὀρνιθάριά τε τῶν ἀγρίων τούτων συχνά· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 717)
  • ὄντωσ Κραναὸσ Κτησίου κατεσθίει ἔλαττον ἢ δειπνοῦσιν ἀμφότεροι συχνά; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 10 3:1)

Synonyms

  1. long

  2. many

  3. often

  4. by a good deal

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION