Ancient Greek-English Dictionary Language

μακροτράχηλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μακροτράχηλος μακροτράχηλον

Structure: μακροτραχηλ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. long-necked

Examples

  • μόνον δ’ ὅτι πολλὰ τῶν μακροτραχήλων ζῳών ἐπικεκυφότα καταπίνει, καλῶσ εἶπεν. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 851)
  • στρογγύλη, εὐτόρνευτε, μονούατε, μακροτράχηλε, ὑψαύχην, στεινῷ φθεγγομένη στόματι, Βάκχου καὶ Μουσέων ἱλαρὴ λάτρι καὶ Κυθερείησ, ἡδύγελωσ, τερπνὴ συμβολικῶν ταμίη, τίφθ’ ὁπόταν νήφω, μεθύεισ σύ μοι, ἢν δὲ μεθυσθῶ, ἐκνήφεισ; (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 1351)
  • μακροτράχηλον δ’ ὑπάρχον ῥύγχοσ ἔχει βραχὺ παντελῶσ καὶ εἰσ ὀξὺ συνηγμένον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 50 4:1)
  • καὶ ἵπποι δὲ καὶ βόεσ μακροτραχηλότεροι τῶν παρ’ ἄλλοισ· (Strabo, Geography, book 17, chapter 3 38:6)

Synonyms

  1. long-necked

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION