Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπεριλαμβάνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συμπεριλαμβάνω συμπεριλήψομαι

Structure: συμ (Prefix) + περι (Prefix) + λαμβάν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to comprehend, with
  2. to take part together in

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπεριλαμβάνω συμπεριλαμβάνεις συμπεριλαμβάνει
Dual συμπεριλαμβάνετον συμπεριλαμβάνετον
Plural συμπεριλαμβάνομεν συμπεριλαμβάνετε συμπεριλαμβάνουσιν*
SubjunctiveSingular συμπεριλαμβάνω συμπεριλαμβάνῃς συμπεριλαμβάνῃ
Dual συμπεριλαμβάνητον συμπεριλαμβάνητον
Plural συμπεριλαμβάνωμεν συμπεριλαμβάνητε συμπεριλαμβάνωσιν*
OptativeSingular συμπεριλαμβάνοιμι συμπεριλαμβάνοις συμπεριλαμβάνοι
Dual συμπεριλαμβάνοιτον συμπεριλαμβανοίτην
Plural συμπεριλαμβάνοιμεν συμπεριλαμβάνοιτε συμπεριλαμβάνοιεν
ImperativeSingular συμπεριλάμβανε συμπεριλαμβανέτω
Dual συμπεριλαμβάνετον συμπεριλαμβανέτων
Plural συμπεριλαμβάνετε συμπεριλαμβανόντων, συμπεριλαμβανέτωσαν
Infinitive συμπεριλαμβάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπεριλαμβανων συμπεριλαμβανοντος συμπεριλαμβανουσα συμπεριλαμβανουσης συμπεριλαμβανον συμπεριλαμβανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπεριλαμβάνομαι συμπεριλαμβάνει, συμπεριλαμβάνῃ συμπεριλαμβάνεται
Dual συμπεριλαμβάνεσθον συμπεριλαμβάνεσθον
Plural συμπεριλαμβανόμεθα συμπεριλαμβάνεσθε συμπεριλαμβάνονται
SubjunctiveSingular συμπεριλαμβάνωμαι συμπεριλαμβάνῃ συμπεριλαμβάνηται
Dual συμπεριλαμβάνησθον συμπεριλαμβάνησθον
Plural συμπεριλαμβανώμεθα συμπεριλαμβάνησθε συμπεριλαμβάνωνται
OptativeSingular συμπεριλαμβανοίμην συμπεριλαμβάνοιο συμπεριλαμβάνοιτο
Dual συμπεριλαμβάνοισθον συμπεριλαμβανοίσθην
Plural συμπεριλαμβανοίμεθα συμπεριλαμβάνοισθε συμπεριλαμβάνοιντο
ImperativeSingular συμπεριλαμβάνου συμπεριλαμβανέσθω
Dual συμπεριλαμβάνεσθον συμπεριλαμβανέσθων
Plural συμπεριλαμβάνεσθε συμπεριλαμβανέσθων, συμπεριλαμβανέσθωσαν
Infinitive συμπεριλαμβάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπεριλαμβανομενος συμπεριλαμβανομενου συμπεριλαμβανομενη συμπεριλαμβανομενης συμπεριλαμβανομενον συμπεριλαμβανομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to comprehend

  2. to take part together in

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION