συμβόλαιον?
2군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사: symbolaion
고전 발음: [쉼볼라이온]
신약 발음: [쉼볼래온]
기본형:
συμβόλαιον
συμβόλαιου
형태분석:
συμβολαι
(어간)
+
ον
(어미)
뜻
- 증상, 표시, 토큰, 교환권
- 계약, 결속, 결합, 매듭, 편지, 계약서
- 약혼, 약속
- a mark or sign to conclude from, a token, a symptom
- a contract, covenant, bond, a single contract, a bond for money lent
- an engagement
- intercourse
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ γὰρ ἀρχῆς ἐκοινώνησαν οἱ βασιλεῖς, καὶ πολιτείας τὰ γένη διὰ τὴν ἐπιγαμίαν ἐκείνην ἀπὸ δὲ τῶν Θησέως γάμων Ἀθηναίοις φιλικὸν μὲν οὐδὲν οὐδὲ κοινωνικὸν ὑπῆρξε πρὸς οὐδένα συμβόλαιον, ἔχθραι δὲ καὶ πόλεμοι καὶ φόνοι πολιτῶν καὶ τέλος Ἀφίδνας ἀπολέσαι καὶ μόλις ὑπ οἴκτου τῶν πολεμίων, προσκυνήσαντας καὶ θεοὺς ἀνειπόντας, μὴ παθεῖν ἃ Τρῶες ἔπαθον δι Ἀλέξανδρον. (Plutarch, Comparison of Theseus and Romulus, chapter 6 4:2)
(플루타르코스, Comparison of Theseus and Romulus, chapter 6 4:2)
- τοῦτο τοίνυν πρῶτον ὑπομιμνήσκωμεν αὐτούς, ὅτι, καθάπερ τὸν οἶνον ἡδονῆς ἕνεκα καὶ φιλοφροσύνης εὑρημένον οἱ προσβιαζόμενοι πολὺν πίνειν καὶ ἄκρατον ἐνίους εἰς ἀηδίαν καὶ παροινίαν τρέπουσιν, οὕτω τὸν λόγον ἥδιστον ὄντα καὶ φιλανθρωπότατον συμβόλαιον οἱ χρώμενοι κακῶς καὶ προχείρως ἀπάνθρωπον ποιοῦσι καὶ ἄμικτον, οἷς οἰόνται χαρίζεσθαι λυποῦντες καὶ ἀφ ὧν θαυμάζεσθαι καταγελώμενοι καὶ δι ὧν φιλεῖσθαι δυσχεραινόμενοι. (Plutarch, De garrulitate, section 61)
(플루타르코스, De garrulitate, section 61)
- ὁ δὲ Περσαῖος ἀργύριόν τινι τῶν γνωρίμων δανείζων δι ἀγορᾶς καὶ τραπέζης ἐποιεῖτο τὸ συμβόλαιον μεμνημένος δηλονότι τοῦ Ἡσιόδου λέγοντος· (Plutarch, De vitioso pudore, section 10 8:1)
(플루타르코스, De vitioso pudore, section 10 8:1)
- ὁ δὲ Τέχνων πρὸς τὰ σημεῖα τῆς μορφῆς τῇ ὁμοιότητι κινηθείς ἠρώτησε τὸν ἄνθρωπον εἴ τι συμβόλαιον αὐτῷ πρὸς Ἐργῖνον εἰή. (Plutarch, Aratus, chapter 20 2:2)
(플루타르코스, Aratus, chapter 20 2:2)
- "τί γὰρ εὐπρεπὲς ἀνδρὶ νέῳ πρὸς ἐχθροῦ γυναῖκα μέχρι τιμῆς τοσαύτης συμβόλαιον· (Plutarch, Alexander, chapter 30 4:3)
(플루타르코스, Alexander, chapter 30 4:3)
유의어
-
증상
-
계약
-
intercourse
- ὁμίλημα (intercourse)
- ἀμιξία (필요, 부족, 요구)
- κοίμημα (잠, 눈꼽, 수면)
- μίξις (성교, 성관계, 교미)
- ὁμιλία (성교, 성관계)
- πρᾶξις (성교, 성관계)
- σύνοδος (성교, 성관계)
- συναλλαγή (상업, 장사, 교역)
- συνδιαίτησις (동거)