헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θεωρικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θεωρικός θεωρική θεωρικόν

형태분석: θεωρικ (어간) + ος (어미)

  1. 휴일의, 즐거운, 유쾌한
  2. 돈의, 금전의
  1. of or for, festal
  2. the money, to pay for seats in the theatre, the theatric fund

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 θεωρικός

휴일의 (이)가

θεωρική

휴일의 (이)가

θεωρικόν

휴일의 (것)가

속격 θεωρικοῦ

휴일의 (이)의

θεωρικῆς

휴일의 (이)의

θεωρικοῦ

휴일의 (것)의

여격 θεωρικῷ

휴일의 (이)에게

θεωρικῇ

휴일의 (이)에게

θεωρικῷ

휴일의 (것)에게

대격 θεωρικόν

휴일의 (이)를

θεωρικήν

휴일의 (이)를

θεωρικόν

휴일의 (것)를

호격 θεωρικέ

휴일의 (이)야

θεωρική

휴일의 (이)야

θεωρικόν

휴일의 (것)야

쌍수주/대/호 θεωρικώ

휴일의 (이)들이

θεωρικᾱ́

휴일의 (이)들이

θεωρικώ

휴일의 (것)들이

속/여 θεωρικοῖν

휴일의 (이)들의

θεωρικαῖν

휴일의 (이)들의

θεωρικοῖν

휴일의 (것)들의

복수주격 θεωρικοί

휴일의 (이)들이

θεωρικαί

휴일의 (이)들이

θεωρικά

휴일의 (것)들이

속격 θεωρικῶν

휴일의 (이)들의

θεωρικῶν

휴일의 (이)들의

θεωρικῶν

휴일의 (것)들의

여격 θεωρικοῖς

휴일의 (이)들에게

θεωρικαῖς

휴일의 (이)들에게

θεωρικοῖς

휴일의 (것)들에게

대격 θεωρικούς

휴일의 (이)들을

θεωρικᾱ́ς

휴일의 (이)들을

θεωρικά

휴일의 (것)들을

호격 θεωρικοί

휴일의 (이)들아

θεωρικαί

휴일의 (이)들아

θεωρικά

휴일의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔκ τε γὰρ γερασμίων ὄσσων ἐλαύνουσ’ οἰκτρὸν ἐσ γαῖαν δάκρυ, κουραί τε καὶ πεπλώματ’ οὐ θεωρικά. (Euripides, Suppliants, episode7)

    (에우리피데스, Suppliants, episode7)

  • τοσοῦτον δ’, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, τοῦ πράγματοσ καταπεφρόνηκεν Δημοσθένησ, μᾶλλον δέ, εἰ δεῖ μετὰ παρρησίασ εἰπεῖν, ὑμῶν καὶ τῶν νόμων, ὥστε τὸ μὲν πρῶτον, ὡσ [ἐοί]κεν, ὁμο[λογεῖν μὲν εἰληφέ]ναι τὰ χρήματ[α, ἀλλὰ] κατακεχρῆσθαι αὐτὰ ὑμῖν προδεδανεισμένοσ δεδανεισμένοσ εἰσ τὸ θεωρικόν· (Hyperides, Speeches, 3:23)

    (히페레이데스, Speeches, 3:23)

  • καὶ Κόν[ων] μὲν ὁ Παιανιεύσ, [ὅτι] ὑπὲρ τοῦ ὑοῦ ἔλαβ[εν] τὸ θεωρικὸν ἀπ[οδη]μοῦντοσ, πέντ[ε δρα]χμῶν ἕνεκεν [ἱκε]τεύων ὑμᾶσ τάλαντον ὦφλεν ἐν τῷ δικαστηρίῳ, τούτων κατηγορούντων· (Hyperides, Speeches, 6:10)

    (히페레이데스, Speeches, 6:10)

  • οὗτοσ ἑκκαίδεκα παρ’ ἐμοῦ τάλαντα μιᾶσ ἡμέρασ ἐκτίσασ τῇ πόλει ‐ καταδεδίκαστο γὰρ καὶ ἐδέδετο οὐκ ἀποδιδούσ, κἀγὼ ἐλεήσασ ἐλυσάμην αὐτὸν ‐ ἐπειδὴ πρῴην ἔλαχε τῇ Ἐρεχθηΐδι φυλῇ διανέμειν τὸ θεωρικὸν κἀγὼ προσῆλθον αἰτῶν τὸ γινόμενον, οὐκ ἔφη γνωρίζειν πολίτην ὄντα με. (Lucian, Timon, (no name) 48:2)

    (루키아노스, Timon, (no name) 48:2)

  • Περικλέουσ δ’ ἀποθανόντοσ ἐπιτείνοντεσ οἱ δημαγωγοὶ κατὰ μικρὸν εἰσ χιλίων καὶ τριακοσίων ταλάντων κεφάλαιον ἀνήγαγον, οὐχ οὕτω τοῦ πολέμου διὰ μῆκοσ καὶ τύχασ δαπανηροῦ γενομένου καὶ πολυτελοῦσ, ὡσ τὸν δῆμον εἰσ διανομὰσ καὶ θεωρικὰ καὶ κατασκευὰσ ἀγαλμάτων καὶ ἱερῶν προαγαγόντεσ. (Plutarch, , chapter 24 3:4)

    (플루타르코스, , chapter 24 3:4)

유의어

  1. 돈의

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION