Ancient Greek-English Dictionary Language

συγχαίρω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγχαίρω συγχαρήσομαι

Structure: συγ (Prefix) + χαίρ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to rejoice with, take part in joy, with
  2. to wish, joy, congratulate, to wish, joy of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγχαίρω συγχαίρεις συγχαίρει
Dual συγχαίρετον συγχαίρετον
Plural συγχαίρομεν συγχαίρετε συγχαίρουσιν*
SubjunctiveSingular συγχαίρω συγχαίρῃς συγχαίρῃ
Dual συγχαίρητον συγχαίρητον
Plural συγχαίρωμεν συγχαίρητε συγχαίρωσιν*
OptativeSingular συγχαίροιμι συγχαίροις συγχαίροι
Dual συγχαίροιτον συγχαιροίτην
Plural συγχαίροιμεν συγχαίροιτε συγχαίροιεν
ImperativeSingular συγχαίρε συγχαιρέτω
Dual συγχαίρετον συγχαιρέτων
Plural συγχαίρετε συγχαιρόντων, συγχαιρέτωσαν
Infinitive συγχαίρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγχαιρων συγχαιροντος συγχαιρουσα συγχαιρουσης συγχαιρον συγχαιροντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγχαίρομαι συγχαίρει, συγχαίρῃ συγχαίρεται
Dual συγχαίρεσθον συγχαίρεσθον
Plural συγχαιρόμεθα συγχαίρεσθε συγχαίρονται
SubjunctiveSingular συγχαίρωμαι συγχαίρῃ συγχαίρηται
Dual συγχαίρησθον συγχαίρησθον
Plural συγχαιρώμεθα συγχαίρησθε συγχαίρωνται
OptativeSingular συγχαιροίμην συγχαίροιο συγχαίροιτο
Dual συγχαίροισθον συγχαιροίσθην
Plural συγχαιροίμεθα συγχαίροισθε συγχαίροιντο
ImperativeSingular συγχαίρου συγχαιρέσθω
Dual συγχαίρεσθον συγχαιρέσθων
Plural συγχαίρεσθε συγχαιρέσθων, συγχαιρέσθωσαν
Infinitive συγχαίρεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγχαιρομενος συγχαιρομενου συγχαιρομενη συγχαιρομενης συγχαιρομενον συγχαιρομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εἶτα ἂν ἐξέλθῃσ μηδὲν παθών, οἱ μὲν ἄλλοι ἀπαντῶντέσ σοι συγχαρήσονται ὅτι ἐσώθησ, ὁ δ’ εἰδὼσ βλέπειν τὰ τοιαῦτα, ἂν μὲν ἴδῃ ὅτι εὐσχημόνωσ ἀνεστράφησ ἐν τούτῳ, ἐπαινέσει καὶ συνησθήσεται· (Epictetus, Works, book 2, 22:3)

Synonyms

  1. to rejoice with

  2. to wish

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION