- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσίστημι?

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: prosistēmi 고전 발음: [로시떼:미] 신약 발음: [로시떼미]

기본형: προσίστημι προσστήσω

형태분석: προς (접두사) + ἵστα (어간) + μι (인칭어미)

  1. 앞장서다
  1. to place near, bring near
  2. to stand near to or by, approaching
  3. it comes into, head, occurs to
  4. to set oneself against, to give offence to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῖστημι

προσῖστης

προσῖστησι(ν)

쌍수 προσίστατον

προσίστατον

복수 προσίσταμεν

προσίστατε

προσιστάασι(ν)

접속법단수 προσίστω

προσίστῃς

προσίστῃ

쌍수 προσίστητον

προσίστητον

복수 προσίστωμεν

προσίστητε

προσίστωσι(ν)

기원법단수 προσισταῖην

προσισταῖης

προσισταῖη

쌍수 προσισταῖητον

προσισταίητην

복수 προσισταῖημεν

προσισταῖητε

προσισταῖησαν

명령법단수 προσῖστα

προσιστάτω

쌍수 προσίστατον

προσιστάτων

복수 προσίστατε

προσιστάντων

부정사 προσιστάναι

분사 남성여성중성
προσιστας

προσισταντος

προσιστασα

προσιστασης

προσισταν

προσισταντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσίσταμαι

προσίστασαι

προσίσταται

쌍수 προσίστασθον

προσίστασθον

복수 προσιστάμεθα

προσίστασθε

προσίστανται

접속법단수 προσίστωμαι

προσίστῃ

προσίστηται

쌍수 προσίστησθον

προσίστησθον

복수 προσιστώμεθα

προσίστησθε

προσίστωνται

기원법단수 προσισταῖμην

προσίσταιο

προσίσταιτο

쌍수 προσίσταισθον

προσισταῖσθην

복수 προσισταῖμεθα

προσίσταισθε

προσίσταιντο

명령법단수 προσίστασο

προσιστάσθω

쌍수 προσίστασθον

προσιστάσθων

복수 προσίστασθε

προσιστάσθων

부정사 προσίστασθαι

분사 남성여성중성
προσισταμενος

προσισταμενου

προσισταμενη

προσισταμενης

προσισταμενον

προσισταμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to place near

  2. to stand near to or by

  3. 앞장서다

  4. to set oneself against

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION