헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προήκω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προήκω προήξω

형태분석: προ (접두사) + ή̔κ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to have gone before, be the first
  2. to have advanced, to have come
  3. to reach beyond

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προήκω

προήκεις

προήκει

쌍수 προήκετον

προήκετον

복수 προήκομεν

προήκετε

προήκουσιν*

접속법단수 προήκω

προήκῃς

προήκῃ

쌍수 προήκητον

προήκητον

복수 προήκωμεν

προήκητε

προήκωσιν*

기원법단수 προήκοιμι

προήκοις

προήκοι

쌍수 προήκοιτον

προηκοίτην

복수 προήκοιμεν

προήκοιτε

προήκοιεν

명령법단수 προήκε

προηκέτω

쌍수 προήκετον

προηκέτων

복수 προήκετε

προηκόντων, προηκέτωσαν

부정사 προήκειν

분사 남성여성중성
προηκων

προηκοντος

προηκουσα

προηκουσης

προηκον

προηκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προήκομαι

προήκει, προήκῃ

προήκεται

쌍수 προήκεσθον

προήκεσθον

복수 προηκόμεθα

προήκεσθε

προήκονται

접속법단수 προήκωμαι

προήκῃ

προήκηται

쌍수 προήκησθον

προήκησθον

복수 προηκώμεθα

προήκησθε

προήκωνται

기원법단수 προηκοίμην

προήκοιο

προήκοιτο

쌍수 προήκοισθον

προηκοίσθην

복수 προηκοίμεθα

προήκοισθε

προήκοιντο

명령법단수 προήκου

προηκέσθω

쌍수 προήκεσθον

προηκέσθων

복수 προήκεσθε

προηκέσθων, προηκέσθωσαν

부정사 προήκεσθαι

분사 남성여성중성
προηκομενος

προηκομενου

προηκομενη

προηκομενης

προηκομενον

προηκομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κἀν τοῖσ λόγοισ καλὸν τὸ φείδεσθαι τῶν προηκόντων ἐπιεικῶσ εἰσ ὅσον ἔξεστιν, ὅπωσ μή τισ εὐχέρεια τοῖσ πολλοῖσ ἐνδύηται καὶ συνήθεια τοῦ προπηλακίζειν οὓσ αὐτοῖσ προσήκει τιμᾶν. (Aristides, Aelius, Orationes, 189:2)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 189:2)

유의어

  1. to have gone before

  2. to have advanced

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION