πόρω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: porō
Principal Part:
πόρω
Structure:
πόρ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: πόρω assumed as pres. to the aor2 ἔπορον and perfect πέπρωται.
Sense
- to furnish, offer, present, give, to fulfil, to offer, to grant that . .
- to bring
- it has or had been (is or was) fated, foredoomed, it is fated
- allotted, fated, destined to, destined, natural, natural, an appointed lot, fate, destiny
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ σύ, γύναι, μάλα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ἐσθλὰ πόροιεν: (Anonymous, Homeric Hymns, 24:2)
- καί σοι θεοὶ πόροιεν ὡς ἐγὼ θέλω, αὐτῷ τε καὶ γῇ τῇδ, ἐπεὶ τό γ εὐσεβὲς μόνοις παρ ὑμῖν ηὑρ῀ον ἀνθρώπων ἐγὼ καὶ τοὐπιεικὲς καὶ τὸ μὴ ψευδοστομεῖν. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode25)
- ταί τ ἐπ ε[ὐν]αεῖ πόρῳ οἰκεῦσι Θερμώδοντος, ἐγχέων ἵστορες κοῦραι διωξίπποι Ἄρηος, σῶν, ὦ πολυζήλωτε ϝάναξ ποταμῶν, ἐγγόνων γεύσαντο, καὶ ὑψιπύλου Τροίας ἕδος. (Bacchylides, , epinicians, ode 9 5:2)
- Ἀριστείδης δ ὁρῶν τὴν Ψυττάλειαν, ἣ πρὸ τῆς Σαλαμῖνος ἐν τῷ πόρῳ κεῖται νῆσος οὐ μεγάλη, πολεμίων ἀνδρῶν μεστὴν οὖσαν, ἐμβιβάσας εἰς ὑπηρετικὰ τοὺς προθυμοτάτους καὶ μαχιμωτάτους τῶν πολιτῶν προσέμιξε τῇ Ψυτταλείᾳ, καὶ μάχην πρὸς τοὺς βαρβάρους συνάψας ἀπέκτεινε πάντας, πλὴν ὅσοι τῶν ἐπιφανῶν ζῶντες ἥλωσαν. (Plutarch, , chapter 9 1:2)
- ἅμα δ ἡμέρᾳ Ξέρξης μὲν ἄνω καθῆστο τὸν στόλον ἐποπτεύων καὶ τὴν παράταξιν, ὡς μὲν Φανόδημός φησιν, ὑπὲρ τὸ Ἡράκλειον, ᾗ βραχεῖ πόρῳ διείργεται τῆς Ἀττικῆς ἡ νῆσος, ὡς δ Ἀκεστόδωρος, ἐν μεθορίῳ τῆς Μεγαρίδος ὑπὲρ τῶν καλουμένων Κεράτων, χρυσοῦν δίφρον θέμενος καὶ γραμματεῖς πολλοὺς παραστησάμενος, ὧν ἔργον ἦν ἀπογράφεσθαι τὰ κατὰ τὴν μάχην πραττόμενα. (Plutarch, , chapter 13 1:1)
- προσκαλεῖται δὲ καὶ τὸν Πλάτωνος ἁμωσγέπως τὰ πράγματα μῦθον, ὃν Σωκράτης ἐν Συμποσίῳ περὶ τῆς τοῦ Ἔρωτος γενέσεως διῆλθε, τὴν Πενίαν λέγων τέκνων δεομένην τῷ Πόρῳ καθεύδοντι, παρακλιθῆναι, καὶ κυήσασαν ἐξ αὐτοῦ τεκεῖν τὸν Ἔρωτα, φύσει μικτὸν ὄντα καὶ παντοδαπόν, ἅτε δὴ πατρὸς μὲν ἀγαθοῦ καὶ σοφοῦ καὶ πᾶσιν αὐτάρκους, μητρὸς δ ἀμηχάνου καὶ ἀπόρου καὶ δι ἔνδειαν ἀεὶ γλιχομένης ἑτέρου καὶ περὶ ἕτερον λιπαρούσης γεγενημένον. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 57 2:1)
- οἱ δ ἐπιχώριοι νησῖδας ἐν τῷ πόρῳ μικρᾶς διαφανείσας θεασάμενοι καὶ τεναγίζοντα τὸν ῥοῦν ἐπ αὐταῖς, προσεκύνουν τὸν Λούκουλλον, ὡς ὀλιγάκις τούτου συμβεβηκότος πρότερον, ἐκείνῳ δ ἑκουσίως χειροήθη καὶ πρᾷον αὑτὸν ἐνδιδόντος τοῦ ποταμοῦ καὶ παρέχοντος ἀπράγμονα καὶ ταχεῖαν τὴν διάβασιν. (Plutarch, Lucullus, chapter 24 5:1)
Synonyms
-
to furnish
-
to bring
- ἀναβιβάζω (to bring up)
- προστρέφω (to bring up in)
- προσφορέω (to bring to, bring in)
- ἐφέλκω (to bring on)
- προσάγω (to bring in)
- ἐπαγινέω (to bring to)
- ἐπάγω (to bring with one)
- συνεισάγω (to bring in together)
- εἰσφέρω (to bring, in or upon)
- ἐπάγω (to bring on, to bring upon)
- περιάγω (to bring round to)
- περιφέρω (to bring round )
- καταγινέω (to bring down)
- καθαιρέω (to bring down)
- εἰσάγω (to bring before)
- ἀνάγω ( to bring back)
- ἐπανάγω (to bring back)
- εἰσαίρω (to bring or carry in)
- ἐμφέρω (to bear or bring in)
- ἐκφρέω (to let out, bring out)
- ἐξάγω (lead out, bring out)
- συνεπεισφέρομαι (to help to bring in)
- συνεκβιβάζω (to help in bringing out)
- ἐπιπελάζω (to bring near to)
- ἐγγίζω (to bring near, bring up to)
- πιλνάω (to bring near)
- προάγω (to bring forward)
- εἰσάγω (to bring in, bring forward)
- ἐπιβαίνω (bring to, they bring, to)
- ἐντρέφω (to bring up in, to be reared in)
-
it has or had been fated
- σύγκειμαι (it has been or is agreed on, since, had agreed to . .)