- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιφέρεια?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: periphereia 고전 발음: [뻬리페레] 신약 발음: [빼리패리아]

기본형: περιφέρεια

형태분석: περιφερει (어간) + α (어미)

어원: from περιφερής

  1. 주변, 원주, 주위
  1. the line round a circular body, a periphery, circumference
  2. the outer surface
  3. a round body

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 περιφέρεια

주변이

περιφερεία

주변들이

περιφέρειαι

주변들이

속격 περιφερείας

주변의

περιφερείαιν

주변들의

περιφερειῶν

주변들의

여격 περιφερείᾳ

주변에게

περιφερείαιν

주변들에게

περιφερείαις

주변들에게

대격 περιφερείαν

주변을

περιφερεία

주변들을

περιφερείας

주변들을

호격 περιφερεία

주변아

περιφερεία

주변들아

περιφέρειαι

주변들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔτι, εὐθεῖα μὲν ἥ τε μείζων ἥ τε μικροτέρα τὴν αὐτὴν εὐθύτητα διατηρεῖ, τὰς δὲ τῶν κύκλων περιφερείας, ἂν ὦσι σμικρότεραι, καμπυλωτέρας καὶ σφιγγομένας τῇ κυρτότητι μᾶλλον ὁρῶμεν: (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 5, section 31)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 5, section 31)

  • ἐξάπτουσι δὲ μάλιστα τοῖς σκαφείοις, ἃ κατασκευάζεται μὲν ἀπὸ πλευρᾶς ἰσοσκελοῦς ὀρθογωνίου τριγώνου κοιλαινόμενα, συννεύει δ᾿ εἰς ἓν ἐκ τῆς περιφερείας κέντρον. (Plutarch, Numa, chapter 9 7:1)

    (플루타르코스, Numa, chapter 9 7:1)

  • τὸ δὲ τῆς περιφερείας τοῦτο φάντασμα γίνεται διὰ τὸ τὸ διάστημα πάντοθεν ἴσον ὑπὸ τῆς ὄψεως θεωρεῖσθαι, ἢ σύνωσιν τοιαύτην λαμβανουσῶν τῶν ἐν τῷ ἀέρι ἀτόμων ἢ ἐν τοῖς νέφεσιν ἀπὸ τοῦ ἡλίου ἀποφερομένων περιφέρειάν τινα καθίεσθαι τὴν σύγκρισιν ταύτην. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 110:1)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 110:1)

  • ἐκ μὲν οὖν τῆς περιφερείας ἐτύμως Φιάλη καλεῖται τροχοειδὴς οὖσα λίμνη, μένει δ ἐπὶ χείλους αὐτῆς ἀεὶ τὸ ὕδωρ μήθ ὑπονοστοῦν μήθ ὑπερχεόμενον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 606:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 606:1)

  • πόδας δὲ ὑποκεῖσθαι κύκλῳ τῆς περιφερείας πολλούς, δι ὧν δύνασθαι πορεύεσθαι πρὸς ὃ ἂν μέρος βούληται. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 58 3:3)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 58 3:3)

유의어

  1. a round body

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION