헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὁλοίτροχος

2군 변화 명사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὁλοίτροχος

어원: ei)/lw, volvo, troxo/s

  1. a rolling stone, a round stone
  2. round

예문

  • Εὐρύλοχοσ Λαομήδησ Μόλεβοσ Φρένιοσ Ἴνδιοσ, Μίνισ Λειώκριτοσ Πρόνομοσ Νίσασ Δαήμων, Ἀρχέστρατοσ Ἱππόμαχοσ Εὐρύαλοσ Περίαλλοσ Εὐηνορίδησ, Κλυτίοσ Ἀγήνωρ Πόλυβοσ Πολύδωροσ Θαδύτιοσ, Στράτιοσ Φρένιοσ Ἴνδιοσ Δαισήνωρ Λαομέδων, Λαόδικοσ Ἅλιοσ Μάγνησ Ὀλοίτροχοσ Βάρθασ, Θεόφρων Νισσαῖοσ Ἀλκάροψ Περικλύμενοσ Ἀντήνωρ, Πέλλασ Κέλτοσ Περίφασ Ὄρμενοσ Πόλυβοσ, Ἀνδρομήδησ. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 7 29:2)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book E, chapter 7 29:2)

유의어

  1. round

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION