παραπίπτω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
παραπίπτω
παραπεσοῦμαι
형태분석:
παρα
(접두사)
+
πίπτ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 일어나다, 나타나다
- to fall beside
- to fall in one's way, offers, the first that comes
- to befall
- to fall aside or away from, to fall away
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τότε γὰρ οὐδὲ φωνὴν ἀκούειν ἔτι θέλουσι τῶν διαβαλλομένων ἢ τῶν ἀπολογουμένων, τὸ ἀξιόπιστον τῆσ κατηγορίασ ἐκ τῆσ πάλαι δοκούσησ φιλίασ προειληφότεσ, οὐδὲ τοῦτο λογιζόμενοι, ὅτι πολλαὶ πολλάκισ ἐν τοῖσ φιλτάτοισ μίσουσ παραπίπτουσιν αἰτίαι τοὺσ ἄλλουσ λανθάνουσαι· (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 24:5)
(루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 24:5)
- "ἀμελουμένων τινῶν, καθάπερ ἐν οἰκίαισ μείζοσι παραπίπτει τινὰ πίτυρα καὶ ποσοὶ πυροί τινεσ, τῶν ὅλων εὖ οἰκονομουμένων· (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 37 3:1)
(플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 37 3:1)
- τὸ μὲν οὖν τὰ τοιαῦτα συμπτώματα τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἀνδρῶν, οἱο͂ν ἡ Σωκράτουσ καταδίκη καὶ ὁ Πυθαγόρου ζῶντοσ ἐμπρησμὸσ ὑπὸ τῶν Κυλωνείων καὶ Ζήνωνοσ ὑπὸ Δημύλου τοῦ τυράννου καὶ Ἀντιφῶντοσ ὑπὸ Διονυσίου στρεβλουμένων ἀναιρέσεισ, πιτύροισ παραπίπτουσιν ἀπεικάζειν, ὅσησ ἐστὶν εὐχερείασ, ἐῶ· (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 37 4:2)
(플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 37 4:2)
- ὁ δέ, ὡσ εἶδεν ἀνόπλουσ καὶ μόνουσ προσιόντασ, ἐκείνουσ μὲν εὐθὺσ συνέλαβε, τὴν δὲ Φάρσαλον κατέσχε, φρίκην δὲ καὶ φόβον ἐνειργάσατο τοῖσ ὑπηκόοισ πᾶσιν ὥσ γε μετά τὴν τηλικαύτην ἀδικίαν καὶ τόλμαν ἀφειδήσων ἁπάντων, καὶ χρησόμενοσ οὕτω τοῖσ παραπίπτουσιν ἀνθρώποισ καὶ πράγμασιν ὡσ τότε γε κομιδῇ τὸν ἑαυτοῦ βίον ἀπεγνωκώσ. (Plutarch, Pelopidas, chapter 27 6:1)
(플루타르코스, Pelopidas, chapter 27 6:1)
- ἡμεῖσ μὲν τοίνυν οὐκ ἠθελήσαμεν προδοῦναι, ἀξιοῦμεν δὲ μηδ’ ὑμᾶσ, ἐνθυμουμένουσ ὅτι σφόδρ’ ἂν ἡμῖν ὠργίζεσθε καὶ ἐτιμωρεῖσθε, ὅπου παρεπίπτομεν, ὡσ εἰκὸσ τοὺσ ἀδικοῦντασ, εἰ ἡμεῖσ παρὰ τούτων ἢ χρήματα λαβόντεσ ἢ ἄλλῳ τινὶ τρόπῳ διηλλάγημεν. (Lysias, Speeches, 16:1)
(리시아스, Speeches, 16:1)
유의어
-
to fall beside
-
일어나다
-
to fall aside or away from
파생어
- ἀμφιπίπτω (안다, 품다, 포옹하다)
- ἀναπίπτω (철수시키다, 주둔지를 포기하다, 철수시키다)
- ἀποπίπτω (to fall off from, to fall off)
- διαπίπτω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐγκαταπίπτω (to fall in or upon)
- εἰσπίπτω (빠지다, 빠지다, )
- ἐκπίπτω (나오다, 나다, 탈출하다)
- ἐμπίπτω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- ἐπεισπίπτω (내리누르다, 만나다)
- ἐπιπίπτω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- καταπίπτω (자르다, 잘라내다)
- μεταπίπτω (바꾸다, 변하다, 달라지다)
- παρεισπίπτω (to get in by the side, steal in)
- παρεμπίπτω (to fall in by the way, creep or steal in)
- περιπίπτω (~에 앉다, 안으로 던지다, ~에 원인이 있다)
- πίπτω (떨어지다, 넘어지다)
- προκαταπίπτω (먼저 보다, 미리 보다)
- προπίπτω (내밀다, 튀어나오다, 기울어지다)
- προσπίπτω (내리누르다, 만나다, 일어나다)
- συμπίπτω (만나다, 우연히 만나다, 우연히 마주치다)
- συνεισπίπτω (to fall or be thrown into with, to rush in together)
- συνεκπίπτω (to rush out together with, to be driven out or banished together, to disappear together)
- συνεμπίπτω (to fall in or upon together, to fall on or attack together)
- ὑπερπίπτω (넘치다, 내밀다, 던지다)
- ὑποπίπτω (매다, 걸다, 채우다)