Ancient Greek-English Dictionary Language

παράδοξος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παράδοξος

Structure: παραδοξ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: do/ca

Sense

  1. contrary to expectation, strange, incredible

Examples

  • "διὸ δὴ καὶ κατὰ μέσον χειμῶνα τῆσ ὑποδοχῆσ τότε γενηθείσησ παράδοξοσ ἡ φαντασία τοῖσ ξένοισ κατέστη, τὰ γὰρ εἰσ μίαν εὑρεθῆναι στεφάνωσιν οὐκ ἂν δυνηθέντα ἐν ἄλλῃ πόλει ῥᾳδίωσ, ταῦτα καὶ τῷ πλήθει τῶν κατακειμένων ἐχορηγεῖτο εἰσ τοὺσ στεφάνουσ ἀφθόνωσ καὶ εἰσ τὸ τῆσ σκηνῆσ ἔδαφοσ κατεπέπαστο χύδην, θείου τινὸσ ὡσ ἀληθῶσ ἀποτελοῦντα λειμῶνοσ πρόσοψιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 19 3:82)
  • "ὃν δ’ ἤκουσα λόγον ἤδη περὶ τῆσ φυγῆσ ταύτησ καὶ τῆσ μεταστάσεωσ, ἄτοποσ μὲν ἐστι δεινῶσ καὶ παράδοξοσ· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 15 4:7)
  • τῶν δ’ ἄλλων αὐτοῦ νόμων ἴδιοσ μὲν μάλιστα καὶ παράδοξοσ ὁ κελεύων ἄτιμον εἶναι τὸν ἐν στάσει μηδετέρασ μερίδοσ γενόμενον. (Plutarch, , chapter 20 1:1)
  • ἀμηχανοῦντι δὲ αὐτῷ παράδοξοσ εὐτυχία γίνεται παραδοθέντοσ τοῦ κρατίστου τῶν ὀχυρωμάτων κατὰ τοιάνδε τινὰ συντυχίαν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 38 3:1)
  • νῦν δὲ ἡ διατριβὴ τοῦ πολέμου παράδοξοσ ἅπασι γενομένη καὶ ὁ χρόνοσ ἐν ᾧ παρεσκευάζοντο πολὺσ ἐφελκυσθεὶσ διέχεεν αὐτῶν τὰ βουλεύματα. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 6 6:2)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION