Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδρομάς

; Transliteration:

Principal Part: συνδρομάς συνδρομάδος

Etym.: fem. of su/ndromos

Sense

Examples

  • οἱ δὲ κατὰ τὴν πόλιν Ἕλληνεσ οὐδὲν ἠδικημένοι, ταραχὴν ἀπροσδόκητον περὶ τοὺσ ἀνθρώπουσ θεωροῦντεσ καὶ συνδρομὰσ ἀπροσκόπτουσ γινομένασ, βοηθεῖν μὲν οὐκ ἔσθενον, τυραννικὴ γὰρ ἦν ἡ διάθεσισ, παρεκάλουν δὲ καὶ δυσφόρωσ εἶχον καὶ μεταπεσεῖσθαι ταῦτα ὑπελάμβανον. (Septuagint, Liber Maccabees III 3:8)
  • καὶ ὥσπερ Κηφισόδοτοσ εὐλαβεῖσθαι ἐκέλευεν μὴ πολλὰσ ποιήσωσιν τὰσ συνδρομάσ ἐκκλησίασ. (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 10 7:16)
  • καὶ πολλοὺσ δὴ τῷ τοιούτῳ τρόπῳ κατὰ τὰσ συνδρομὰσ καὶ τῶν ἡγεμόνων καὶ τῶν ἰδιωτῶν διέφθειρον. (Polybius, Histories, book 1, chapter 69 11:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION