- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀλίγος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: oligos 고전 발음: [올리고] 신약 발음: [올리고]

기본형: ὀλίγος ὀλίγη ὀλίγον

형태분석: ὀλιγ (어간) + ος (어미)

  1. 적은, 작은, 몇몇, 미미한
  2. 작은, 미미한, 적은, 조촐한
  3. 사소한, 미미한, 작은
  1. Of small amount: few, little
  2. Of small size: little, small
  3. Of small degree: slight

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὀλίγος

적은 (이)가

ὀλίγη

적은 (이)가

ὀλίγον

적은 (것)가

속격 ὀλίγου

적은 (이)의

ὀλίγης

적은 (이)의

ὀλίγου

적은 (것)의

여격 ὀλίγῳ

적은 (이)에게

ὀλίγῃ

적은 (이)에게

ὀλίγῳ

적은 (것)에게

대격 ὀλίγον

적은 (이)를

ὀλίγην

적은 (이)를

ὀλίγον

적은 (것)를

호격 ὀλίγε

적은 (이)야

ὀλίγη

적은 (이)야

ὀλίγον

적은 (것)야

쌍수주/대/호 ὀλίγω

적은 (이)들이

ὀλίγα

적은 (이)들이

ὀλίγω

적은 (것)들이

속/여 ὀλίγοιν

적은 (이)들의

ὀλίγαιν

적은 (이)들의

ὀλίγοιν

적은 (것)들의

복수주격 ὀλίγοι

적은 (이)들이

ὀλίγαι

적은 (이)들이

ὀλίγα

적은 (것)들이

속격 ὀλίγων

적은 (이)들의

ὀλιγῶν

적은 (이)들의

ὀλίγων

적은 (것)들의

여격 ὀλίγοις

적은 (이)들에게

ὀλίγαις

적은 (이)들에게

ὀλίγοις

적은 (것)들에게

대격 ὀλίγους

적은 (이)들을

ὀλίγας

적은 (이)들을

ὀλίγα

적은 (것)들을

호격 ὀλίγοι

적은 (이)들아

ὀλίγαι

적은 (이)들아

ὀλίγα

적은 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ὀλίγος

ὀλίγου

적은 (이)의

ὀλίζων

ὀλίζονος

더 적은 (이)의

ὀλίγιστος

ὀλιγίστου

가장 적은 (이)의

부사 ὀλίγως

ὀλίζον

ὀλίγιστα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἠσύχασεν ἡ γῆ Ἰούδα ἡμέρας ὀλίγας. (Septuagint, Liber Maccabees I 7:50)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 7:50)

  • περιέσπασε δὲ καὶ μελισσῶν οὐκ ὀλίγας: (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 8:4)

    (루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 8:4)

  • οὐ μὴν ἀπαράλλακτός γέ ἐστιν ἡ τοῦ χαρακτῆρος ὁμοιότης, ἀλλὰ ἔχουσα διαφοράς τινας οὐ μικρὰς οὐδὲ ὀλίγας καὶ κατὰ τὴν ἑρμηνείαν καὶ κατὰ τὰ πράγματα, περὶ ὧν καιρὸς ἂν εἰή λέγειν, ὡς ἡμεῖς ὑπειλήφαμεν. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 24)

    (디오니시오스, chapter 24)

  • καὶ μετ ὀλίγον αἰτοῦσιν οὐκ ὀβολοὺς οὐδὲ δραχμὰς ὀλίγας, ἀλλὰ πλούτους ὅλους, ὥστε τίς ἔμπορος τοσοῦτον ἀπὸ τοῦ φόρτου ἐμπολήσειεν ἂν ὅσον τούτοις φιλοσοφία ἐς χρηματισμὸν συντελεῖ· (Lucian, Fugitivi, (no name) 20:2)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 20:2)

  • εἶτα μετ ὀλίγας ἡμέρας τοῦ παιδὸς ἀποθανόντος, ὁ μὲν ἠπόρει καὶ οὐδὲν εἶχεν λέγειν πρὸς τοὺς αἰτιωμένους, παρὰ πόδας οὕτως ἐληλεγμένου τοῦ χρησμοῦ ὁ δὲ Ῥουτιλιανὸς αὐτὸς φθάσας ὁ βέλτιστος ἀπελογεῖτο ὑπὲρ τοῦ μαντείου λέγων, τοῦτο αὐτὸ προδεδηλωκέναι τὸν θεὸν καὶ διὰ τοῦτο ζῶντα μὲν κελεῦσαι μηδένα διδάσκαλον ἑλέσθαι αὐτῷ, Πυθαγόραν δὲ καὶ Ὅμηρον πάλαι τεθνεῶτας, οἷς εἰκὸς τὸ μειράκιον ἐν Αἵδου νῦν συνεῖναι. (Lucian, Alexander, (no name) 33:4)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 33:4)

유의어

  1. 적은

  2. 작은

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION