헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀξύς

1/3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀξύς ὀξεῖα ὀξύ

형태분석: ὀξυ (어간) + ς (어미)

어원: akin to w)ku/s

  1. 날카로운, 뾰족한, 빤
  2. 날카로운, 뾰족한, 밝은
  3. 빠른, 신속한, 재빠른, 급한
  4. 뾰족한, 날카로운, 영리한
  1. sharp, pointed (especially of swords, axes, etc.)
  2. (of the senses): sharp, keen
  3. quick, hasty, swift
  4. sharp, clever

곡용 정보

1/3군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὀξύς

날카로운 (이)가

ὀξεῖα

날카로운 (이)가

ὀξύ

날카로운 (것)가

속격 ὀξέος

날카로운 (이)의

ὀξείᾱς

날카로운 (이)의

ὀξέος

날카로운 (것)의

여격 ὀξεί

날카로운 (이)에게

ὀξείᾱͅ

날카로운 (이)에게

ὀξεί

날카로운 (것)에게

대격 ὀξύν

날카로운 (이)를

ὀξεῖαν

날카로운 (이)를

ὀξύ

날카로운 (것)를

호격 ὀξύ

날카로운 (이)야

ὀξεῖα

날카로운 (이)야

ὀξύ

날카로운 (것)야

쌍수주/대/호 ὀξέε

날카로운 (이)들이

ὀξείᾱ

날카로운 (이)들이

ὀξέε

날카로운 (것)들이

속/여 ὀξέοιν

날카로운 (이)들의

ὀξείαιν

날카로운 (이)들의

ὀξέοιν

날카로운 (것)들의

복수주격 ὀξείς

날카로운 (이)들이

ὀξείαι

날카로운 (이)들이

ὀξή

날카로운 (것)들이

속격 ὀξέων

날카로운 (이)들의

ὀξειῶν

날카로운 (이)들의

ὀξέων

날카로운 (것)들의

여격 ὀξέσιν*

날카로운 (이)들에게

ὀξείαις

날카로운 (이)들에게

ὀξέσιν*

날카로운 (것)들에게

대격 ὀξείς

날카로운 (이)들을

ὀξείᾱς

날카로운 (이)들을

ὀξή

날카로운 (것)들을

호격 ὀξείς

날카로운 (이)들아

ὀξείαι

날카로운 (이)들아

ὀξή

날카로운 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ὀξύς

ὀξέος

날카로운 (이)의

ὀξύτερος

ὀξυτέρου

더 날카로운 (이)의

ὀξύτατος

ὀξυτάτου

가장 날카로운 (이)의

부사 ὀξέως

ὀξύτερον

ὀξύτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὐτὰρ ὁ χιονέοιο λοεσσάμενοσ ποταμοῖο ᾤχετο φειδομένοισιν ἐπ’ ἴχνεσιν ἴχνοσ ἐρείδων, μὴ πόδεσ ἱμερόεντεσ ὑποχραίνοιντο κονίησ, μὴ πλοκάμων κυνέῃσιν ἐπιβρίσαντεσ ἐθείρασ ὀξύτερον σπεύδοντοσ ἀναστέλλοιεν ἀῆται. (Colluthus, Rape of Helen, book 1113)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1113)

  • καὶ μήν, ὦ ἑταῖρε, γελάσῃ ἀκούσασ τήν τε ἀλαζονείαν αὐτῶν καὶ τὴν ἐν τοῖσ λόγοισ τερατουργίαν, οἵ γε πρῶτα μὲν ἐπὶ γῆσ βεβηκότεσ καὶ μηδὲν τῶν χαμαὶ ἐρχομένων ἡμῶν ὑπερέχοντεσ, ἀλλ’ οὐδὲ ὀξύτερον τοῦ πλησίον δεδορκότεσ, ἔνιοι δὲ καὶ ὑπὸ γήρωσ ἢ ἀργίασ ἀμβλυώττοντεσ, ὅμωσ οὐρανοῦ τε πέρατα διορᾶν ἔφασκον καὶ τὸν ἥλιον περιεμέτρουν καὶ τοῖσ ὑπὲρ τὴν σελήνην ἐπεβάτευον καὶ ὥσπερ ἐκ τῶν ἀστέρων καταπεσόντεσ μεγέθη τε αὐτῶν διεξῄεσαν, καὶ πολλάκισ, εἰ τύχοι, μηδὲ ὁπόσοι στάδιοι Μεγαρόθεν Ἀθήναζὲ εἰσιν ἀκριβῶσ ἐπιστάμενοι τὸ μεταξὺ τῆσ σελήνησ καὶ τοῦ ἡλίου χωρίον ὁπόσων εἰή πηχῶν τὸ μέγεθοσ ἐτόλμων λέγειν, ἀέροσ τε ὕψη καὶ θαλάττησ βάθη καὶ γῆσ περιόδουσ ἀναμετροῦντεσ, ἔτι δὲ κύκλουσ καταγράφοντεσ καὶ τρίγωνα ἐπὶ τετραγώνοισ διασχηματίζοντεσ καὶ σφαίρασ τινὰσ ποικίλασ τὸν οὐρανὸν δῆθεν αὐτὸν ἐπιμετροῦντεσ. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 6:1)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 6:1)

  • διομόσαιτο δ’ ἂν καὶ τὸν Κροίσου υἱὸν ὀξυηκοώτερον εἶναι τοῦ Μελάμποδοσ καὶ τὸν Φινέα ὀξύτερον δεδορκέναι τοῦ Λυγκέωσ, ἤνπερ μόνον κερδᾶναί τι ἐλπίσῃ ἐπὶ τῷ ψεύσματι. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 20:4)

    (루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 20:4)

  • ὡσ ἐὰν γένῃ ἀνὴρ πρόθυμοσ αὐτὸσ ἐσ τὰ πράγματα, βλέποντ’ ἀποδείξω σ’ ὀξύτερον τοῦ Λυγκέωσ. (Aristophanes, Plutus, Prologue 4:33)

    (아리스토파네스, Plutus, Prologue 4:33)

  • μεθύων γάρ, ὡσ ἐίκεν, ὀξύτερον βλέπει. (Aristophanes, Plutus, Episode 1:41)

    (아리스토파네스, Plutus, Episode 1:41)

유의어

  1. 날카로운

  2. 날카로운

  3. 빠른

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION