헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νεότης

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νεότης νεότητος

형태분석: νεοτητ (어간) + ς (어미)

어원: ne/os

  1. 젊음, 젊은이
  2. 안달, 토라짐, 보챔
  3. 젊음, 젊은이, 청년
  1. youth
  2. youthful spirit, impetuosity, rashness, petulance
  3. a body of youth, the youth

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 νεότης

젊음이

νεότητε

젊음들이

νεότητες

젊음들이

속격 νεότητος

젊음의

νεοτήτοιν

젊음들의

νεοτήτων

젊음들의

여격 νεότητι

젊음에게

νεοτήτοιν

젊음들에게

νεότησιν*

젊음들에게

대격 νεότητα

젊음을

νεότητε

젊음들을

νεότητας

젊음들을

호격 νεότη

젊음아

νεότητε

젊음들아

νεότητες

젊음들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκάθισαν δὲ ἐναντίον αὐτοῦ, ὁ πρωτότοκοσ κατὰ τὰ πρεσβεῖα αὐτοῦ καὶ ὁ νεώτεροσ κατὰ τὴν νεότητα αὐτοῦ. ἐξίσταντο δὲ οἱ ἄνθρωποι ἕκαστοσ πρὸσ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 43:32)

    (70인역 성경, 창세기 43:32)

  • καὶ θυγάτηρ ἱερέωσ ἐὰν γένηται χήρα ἢ ἐκβεβλημένη, σπέρμα δὲ μὴ ᾖ αὐτῇ, ἐπαναστρέψει ἐπὶ τὸν οἶκον τὸν πατρικὸν κατὰ τὴν νεότητα αὐτῆσ, ἀπὸ τῶν ἄρτων τοῦ πατρὸσ αὐτῆσ φάγεται. καὶ πᾶσ ἀλλογενὴσ οὐ φάγεται ἀπ̓ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 22:13)

    (70인역 성경, 레위기 22:13)

  • ἀλλὰ παρόντεσ δώσομεν ὑμῖν αὐτοῖσ, παισίν, παίδων παισίν, πλουθυγιείαν εὐδαιμονίαν βίον εἰρήνην νεότητα γέλωτα χοροὺσ θαλίασ γάλα τ’ ὀρνίθων. (Aristophanes, Birds, Parabasis, pnigos3)

    (아리스토파네스, Birds, Parabasis, pnigos3)

  • θεῷ νήφοντι σωφρονίζεσθαι κολαζόμενον, οὕτωσ εὐλάβεια γεροντικὴ κεραννυμένη πρὸσ ζέουσαν ἐν δήμῳ νεότητα, βακχεύουσαν ὑπὸ δόξησ καὶ φιλοτιμίασ, ἀφαιρῇ τὸ μανικὸν καὶ λίαν ἄκρατον. (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 13 4:1)

    (플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 13 4:1)

  • Σίμων μὲν οὖν διὰ νεότητα καὶ πρὸσ ἐλπίδα κέρδουσ ἀπατηθεὶσ οὐκ ὤκνησεν ἐλθεῖν, ὁ δ’ Ιὤζαροσ ἐνέδραν ὑποπτεύσασ ἔμεινεν. (Flavius Josephus, 388:1)

    (플라비우스 요세푸스, 388:1)

  • καὶ εἰσελεύσομαι πρὸσ τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, πρὸσ τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα τὴν νεότητά μου. ἐξομολογήσομαί σοι ἐν κιθάρᾳ, ὁ Θεόσ, ὁ Θεόσ μου. (Septuagint, Liber Psalmorum 42:4)

    (70인역 성경, 시편 42:4)

유의어

  1. 젊음

  2. 젊음

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION