- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μοχλός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: mochlos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μοχλός μοχλοῦ

형태분석: μοχλ (어간) + ος (어미)

  1. 바, 지레, 호프, 술집, 음식점, 장대
  2. 막대기, 내깃돈
  1. a bar, a lever, a crowbar, handspike, vectis
  2. stake
  3. a wooden bar

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μοχλός

바가

μοχλώ

바들이

μοχλοί

바들이

속격 μοχλοῦ

바의

μοχλοῖν

바들의

μοχλῶν

바들의

여격 μοχλῷ

바에게

μοχλοῖν

바들에게

μοχλοῖς

바들에게

대격 μοχλόν

바를

μοχλώ

바들을

μοχλούς

바들을

호격 μοχλέ

바야

μοχλώ

바들아

μοχλοί

바들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου. καὶ ἀνέστη ἐν ἡμίσει τῆς νυκτὸς καὶ ἐπελάβετο τῶν θυρῶν τῆς πύλης τῆς πόλεως σὺν τοῖς δυσὶ σταθμοῖς καὶ ἀνεβάσταζεν αὐτὰς σὺν τῷ μοχλῷ καὶ ἔθηκεν ἐπὶ ὤμων αὐτοῦ καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους τοῦ ἐπὶ προσώπου τοῦ Χεβρὼν καὶ ἔθηκεν αὐτὰ ἐκεῖ. (Septuagint, Liber Iudicum 16:3)

    (70인역 성경, 판관기 16:3)

  • ὁ δὲ συνιδὼν οὗ κακῶν ἦν, μοχλόν τινα πλησίον κείμενον ἁρπάσας αὐτόν τε ἀποκτείνει τὸν Δημώνακτα, πατάξας εἰς τὸν κρόταφον, καὶ τὴν Χαρίκλειαν, οὐ μιᾷ πληγῇ ταύτην, ἀλλὰ καὶ τῷ μοχλῷ πολλάκις καὶ τῷ ξίφει τοῦ Δημώνακτος ὕστερον. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 18:1)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 18:1)

  • εἰ δ ἀλλᾷ μ ὠθεῖτε καὶ ἁ θύρα εἴχετο μοχλῷ, πάντως καὶ πελέκεις καὶ λαμπάδες ἦνθον ἐφ ὑμέας. (Theocritus, Idylls, 91)

    (테오크리토스, Idylls, 91)

  • Ἢν δὲ ἐς τὸ ἔξω κεφαλὴ μηροῦ ὀλίσθῃ, τὰς μὲν κατατάσιας ἔνθα καὶ ἔνθα χρὴ ποιέεσθαι, ὥσπερ εἴρηται, ἢ τοιουτοτρόπως‧ τὴν δὲ μόχλευσιν πλάτος ἔχοντι μοχλῷ μοχλεύειν χρὴ ἅμα τῇ κατατάσει, ἐκ τοῦ ἔξω μέρεος ἐς τὸ ἔσω ἀναγκάζοντα, κατά γε αὐτὸν τὸν γλουτὸν τιθέμενον τὸν μοχλὸν καὶ ὀλίγῳ ἀνωτέρω‧ ἐπὶ δὲ τὸ ὑγιὲς ἰσχίον κατὰ τὸν γλουτὸν ἀντιστηριζέτω τις τῇσι χερσὶν, ὡς μὴ ὑπείκῃ τὸ σῶμα, ἢ ἑτέρῳ τινὶ τοιούτῳ μοχλῷ, ὑποβάλλων καὶ ἐρείσας, ἐκ τῶν καπέτων τὴν ἁρμόζουσαν ἀντικατεχέτω‧ τοῦ δὲ μηροῦ τοῦ ἐξηρθρηκότος τὸ παρὰ τὸ γόνυ ἔσωθεν ἔξω παραγέτω ἡσύχως. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 74.1)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 74.1)

유의어

  1. 막대기

  2. a wooden bar

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION