μικρός
First/Second declension Adjective;
Transliteration:
Principal Part:
μικρός
μικρά̄
μικρόν
Structure:
μικρ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- little, small
- (time) short
- petty, trivial, insignificant
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τοιγαροῦν ὡσ οὐ περὶ μικρῶν τοῦ ἀγῶνοσ ὄντοσ ποικίλασ κατ’ ἀλλήλων ὁδοὺσ ἐπινοοῦσιν, ὧν ταχίστη καὶ ἐπισφαλεστάτη ἐστὶν ἡ τῆσ διαβολῆσ, τὴν μὲν ἀρχὴν ἀπὸ φθόνου· (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 10:10)
- ἐπιθυμῶν δὲ δόξησ καὶ τοῦ πρωτεῦσαι παρὰ τοῖσ Ἕλλησιν ἐπὶ σοφίᾳ, καθάπερ αὐτὸσ εἴρηκεν, ἐπὶ τὸ γράφειν ἃ διανοηθείη κατέφυγεν, οὐ περὶ μικρῶν τὴν προαίρεσιν ποιούμενοσ οὐδὲ περὶ τῶν ἰδίων συμβολαίων οὐδὲ ὑπὲρ ὧν ἄλλοι τινὲσ τῶν τότε σοφιστῶν, περὶ δὲ τῶν Ἑλληνικῶν καὶ βασιλικῶν καὶ πολιτικῶν πραγμάτων, ἐξ ὧν ὑπελάμβανε τάσ τε πόλεισ ἄμεινον οἰκήσεσθαι καὶ τοὺσ ἰδιώτασ ἐπίδοσιν ἕξειν πρὸσ ἀρετὴν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 1 1:1)
- ἐν γὰρ δὴ τούτῳ πείθει τοὺσ Ἀθηναίουσ τῶν μὲν ἀλλοτρίων μὴ ἐπιθυμεῖν, ἐπὶ δὲ τοῖσ παροῦσι στέργειν, καὶ τῶν μὲν μικρῶν πόλεων ὡσπερανεὶ κτημάτων φείδεσθαι, τοὺσ δὲ συμμάχουσ τε καὶ εὐεργεσίαισ πειρᾶσθαι κατέχειν, ἀλλὰ μὴ ταῖσ ἀνάγκαισ μηδὲ ταῖσ βίαισ. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 72)
- δούλοισι χλανισκιδίων μικρῶν· (Aristophanes, Peace, Lyric-Scene, anapests9)
- ὁ λέγων λειχῆνοσ ἰατρικὴν εἶναι καὶ παρωνυχίασ, πλευρίτιδοσ δὲ καὶ πυρετοῦ καὶ φρενίτιδοσ μὴ εἶναι, τί διαφέρει τοῦ λέγοντοσ ὅτι τῶν μικρῶν καὶ παιδικῶν καθηκόντων εἰσὶ διδασκαλεῖα καὶ λόγοι καὶ ὑποθῆκαι, τῶν δὲ μεγάλων καὶ τελείων ἄλογοσ τριβὴ καὶ περίπτωσίσ ἐστιν; (Plutarch, An virtus doceri possit, section 32)
Synonyms
-
little
- τυτθός (little, small)
- τυννός (so small, so little)
- βραχύς ( short, small, little)
- παῦρος (little, small, short)
- ὀλίγος (Of small size: little, small)
- ἐλαχύς (small, short, mean)
- ἀήσυρος (light as air, small, little)
- μικρότης (smallness: littleness, meanness, pettiness)
- τυτθός (small)
- ὀλίγος (Of small amount: few, little)
-
short
-
petty