Ancient Greek-English Dictionary Language

μικρός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μικρός μικρά̄ μικρόν

Structure: μικρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. little, small
  2. (time) short
  3. petty, trivial, insignificant

Examples

  • οἱ δὲ τὸν Κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῦ τόπον, καὶ τὸ μικρῷ πρότερον δέουσ καὶ ταραχῆσ γέμον ἱερὸν τοῦ παντοκράτοροσ ἐπιφανέντοσ Κυρίου χαρᾶσ καὶ εὐφροσύνησ ἐπεπλήρωτο. (Septuagint, Liber Maccabees II 3:30)
  • τῶν δὲ ἀγόντων τὴν μικρῷ πρότερον εὐμένειαν πρὸσ αὐτὸν εἰσ δυσμένειαν μεταβαλόντων διὰ τὸ τοὺσ προειρημένουσ λόγουσ, ὡσ αὐτοὶ διελάμβανον, ἀπόνοιαν εἶναι, (Septuagint, Liber Maccabees II 6:29)
  • καὶ τὸν μικρῷ πρότερον τῶν οὐρανίων ἄστρων ἅπτεσθαι δοκοῦντα παρακομίζειν οὐδεὶσ ἐδύνατο διὰ τὸ τῆσ ὀσμῆσ ἀφόρητον βάροσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 9:10)
  • ἐν μεγάλῳ καὶ ἐν μικρῷ μὴ ἀγνόει. (Septuagint, Liber Sirach 5:15)
  • ἐπὶ μικρῷ καὶ μεγάλῳ εὐδοκίαν ἔχε, καὶ ὀνειδισμὸν παροικίασ οὐ μὴ ἀκούσῃσ. (Septuagint, Liber Sirach 29:22)

Synonyms

  1. little

  2. short

  3. petty

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION