Ancient Greek-English Dictionary Language

μικρός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μικρός μικρά̄ μικρόν

Structure: μικρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. little, small
  2. (time) short
  3. petty, trivial, insignificant

Examples

  • τὸ τοῦ μύστακοσ, οἶμαι, προτείνοντεσ, ὅπωσ καί περὶ τὰ μικρότατα τοὺσ νέουσ πειθαρχεῖν ἐθίζωσι. (Plutarch, Cleomenes, chapter 9 2:2)
  • εἶπεν "ὥστε καὶ σοὶ προσεγκαλεῖν τὰ μικρότατα τῶν Ἑλληνικῶν πλημμελημάτων ἐλέγχοντι. (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 151)
  • ἐκεῖνο δ’ ἤδη καὶ πρὸσ τὸν περὶ θεοῦ καὶ προνοίασ, τὸ τὰ μικρότατα τῶν αἰτίων τούτοισ ἀνατιθέντα τὸ κυριώτατον ἀφαιρεῖσθαι καὶ μέγιστον. (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 45 1:1)
  • "τύχησ μακεδονίζεισ, ἀλλ’ ἔτι σοι δεσπότησ ἐγὼ Δαρεῖοσ, εἰπέ μοι σεβόμενοσ Μίθρου τε φῶσ μέγα καὶ δεξιὰν βασίλειον, ἄρα μὴ τὰ μικρότατα τῶν Στατείρασ κλαίω κακῶν, οἰκτρότερα δὲ ζώσησ ἐπάσχομεν, καὶ μᾶλλον ἂν κατ’ ἀξίαν ἐδυστυχοῦμεν ὠμῷ καὶ σκυθρωπῷ περιπεσόντεσ ἐχθρῷ; (Plutarch, Alexander, chapter 30 4:2)
  • καίτοι τὰ μικρότατα τῶν γενομένων τοῖσ συνήθεσι παρ’ αὐτοῦ σημεῖα μεγάλησ ὑπῆρχεν εὐνοίασ καὶ τιμῆσ· (Plutarch, Alexander, chapter 41 2:1)

Synonyms

  1. little

  2. short

  3. petty

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION