- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μίξις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: mixis 고전 발음: [믹시] 신약 발음: [믹시]

기본형: μίξις μίξεως

형태분석: μιξι (어간) + ς (어미)

어원: μίγνυμι

  1. 혼합, 비빔, 섞기
  2. 성교, 성관계, 교미
  3. 상업, 장사
  1. a mixing, mingling
  2. intercourse, sexual intercourse
  3. commerce

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μίξις

혼합이

μίξει

혼합들이

μίξεις

혼합들이

속격 μίξεως

혼합의

μίξοιν

혼합들의

μίξεων

혼합들의

여격 μίξει

혼합에게

μίξοιν

혼합들에게

μίξεσι(ν)

혼합들에게

대격 μίξιν

혼합을

μίξει

혼합들을

μίξεις

혼합들을

호격 μίξι

혼합아

μίξει

혼합들아

μίξεις

혼합들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μίξεως δὲ καὶ ἀφροδισίων καὶ γάμων πολλὴ αὐταῖς ἡ ἐλευθερία, καὶ ὁ ἄρρην οὐ κατὰ τοὺς ἀλεκτρυόνας ἐπιβὰς εὐθὺς ἀπεπήδησεν, ἀλλ ἐποχεῖται τῇ θηλείᾳ ἐπὶ πολύ, κἀκείνη φέρει τὸν νυμφίον, καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μῖξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 6:2)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 6:2)

  • "καὶ γὰρ θεία καὶ οὐρανία καὶ μίξεως χώρα τοῦ ἀθανάτου πρὸς τὸ θνητόν, ἀδρανὴς δὲ καθ ἑαυτὴν καὶ σκοτώδης ἡλίου μὴ προσλάμποντος, ὥσπερ Ἀφροδίτη μὴ παρόντος Ἔρωτος. (Plutarch, Amatorius, section 19 3:9)

    (플루타르코스, Amatorius, section 19 3:9)

  • τί γὰρ οὐκ ἔμελλον, ὁπότε μηδ ὁ πρεσβύτατος καὶ βασιλεὺς ἠδυνήθη τῆς πρὸς τὴν γυναῖκα μίξεως ἐπισχεῖν τὴν ὁρμὴν ὅσον γοῦν εἰς τὸ δωμάτιον ἀπελθεῖν· (Flavius Josephus, Contra Apionem, 215:2)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 215:2)

  • πῶς γὰρ οὐκ ἔμελλον Λακεδαιμόνιοι μὲν τῆς ἀνεπιμίκτου καταγνώσεσθαι πολιτείας καὶ τῆς περὶ τοὺς γάμους ὀλιγωρίας, Ἠλεῖοι δὲ καὶ Θηβαῖοι τῆς παρὰ φύσιν καὶ [ἄγαν] ἀνέδην πρὸς τοὺς ἄρρενας μίξεως· (Flavius Josephus, Contra Apionem, 245:2)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 245:2)

  • ἀρχαιότατον δ ἐστὶ ποτήριον τὸ καρχήσιον, εἴ γε ὁ Ζεὺς ὁμιλήσας Ἀλκμήνῃ ἔδωκε δῶρον αὐτὸ τῆς μίξεως, ὡς Φερεκύδης ἐν τῇ δευτέρᾳ ἱστορεῖ καὶ Ἡρόδωρος ὁ Ἡρακλεώτης. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 49 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 49 1:1)

유의어

  1. 혼합

  2. 성교

  3. 상업

관련어

명사

형용사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION