헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μίξις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μίξις μίξεως

형태분석: μιξι (어간) + ς (어미)

어원: mi/gnumi

  1. 혼합, 비빔, 섞기
  2. 성교, 성관계, 교미
  3. 상업, 장사
  1. a mixing, mingling
  2. intercourse, sexual intercourse
  3. commerce

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μίξις

혼합이

μίξει

혼합들이

μίξεις

혼합들이

속격 μίξεως

혼합의

μίξοιν

혼합들의

μίξεων

혼합들의

여격 μίξει

혼합에게

μίξοιν

혼합들에게

μίξεσιν*

혼합들에게

대격 μίξιν

혼합을

μίξει

혼합들을

μίξεις

혼합들을

호격 μίξι

혼합아

μίξει

혼합들아

μίξεις

혼합들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δ’ οἱ μίξεισ τὰσ γενέσεισ τιθέμενοι τὰσ δὲ φθορὰσ διαλύσεισ οὐ ζῶσιν οὐδὲ δύνανται ζῆν, τί ποιοῦσιν ἕτερον οὗτοι; (Plutarch, Adversus Colotem, section 10 1:7)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 10 1:7)

  • τὸ δὲ δὴ πάντων ἀσελγέστερον, τὴν περὶ τὰσ μίξεισ ἀκρασίαν καὶ τοὺσ ἔρωτασ πῶσ οὐκ ἄτοπον μικροῦ δεῖν ἅπασι προσάψαι καὶ τοῖσ ἄρρεσι τῶν θεῶν καὶ ταῖσ θηλείαισ; (Flavius Josephus, Contra Apionem, 213:2)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 213:2)

  • ὁμολογοῦσιν, ἀλλὰ καὶ τοὺσ περὶ αὐτῶν νόμουσ ἀπόμνυνται τοσοῦτόν ποτε παρὰ τοῖσ Ἕλλησιν ἰσχύσαντασ, ὥστε καὶ τοῖσ θεοῖσ τὰσ τῶν ἀρρένων μίξεισ ἐπεφήμισαν, κατὰ τὸν αὐτὸν δὲ λόγον καὶ τοὺσ τῶν γνησίων ἀδελφῶν γάμουσ, ταύτην ἀπολογίαν αὑτοῖσ τῶν ἀτόπων καὶ παρὰ φύσιν ἡδονῶν συντιθέντεσ. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 247:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 247:1)

  • ὅταν οὖν τισ ἀγώνισμα ποιήσηται διὰ πάντων τῶν καλῶν τούτων διεξελθεῖν καὶ πάσασ μίξεισ μῖξαι περὶ τοὺσ λόγουσ, πρῶτον μὲν χρὴ τὰ ἤθη πρέποντα τοῖσ καιροῖσ ἀποδοῦναι, ἔπειτα τὰσ συζυγίασ, οὗ μὲν ἀκρίβεια, ἐνταῦθα ὡρ́αν προσθείσ, οὗ δὲ βραχύτησ, ἐνταῦθα τάχοσ, τῷ δὲ περιττῷ σαφήνειαν, χάριν δὲ οὗ σεμνότησ, οὗ δὲ εὑρ́εσισ, ἐνταῦθα διαχείρισιν. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 6:2)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , 6:2)

  • "εἰσ δὲ τὰ καπύρια τὰ καλούμενα τράκτα μίξεισ ὥσπερ καὶ εἰσ ἀρτολάγανον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 79 1:12)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 79 1:12)

유의어

  1. 혼합

  2. 성교

  3. 상업

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION