헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναρμοστία

1군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναρμοστία

어원: From a)na/rmostos.

  1. 갈등, 불화
  1. discord

예문

  • ἀκοσμία δ’ οὐκ ἀσώματοσ οὐδ’ ἀκίνητοσ οὐδ’ ἄψυχοσ ἀλλ’ ἄμορφον μὲν καὶ ἀσύστατον τὸ σωματικὸν ἔμπληκτον δὲ καὶ ἄλογον τὸ κινητικὸν ἔχουσα τοῦτο δ’ ἦν ἀναρμοστία ψυχῆσ οὐκ ἐχούσησ λόγον. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 5 6:1)

    (플루타르코스, De animae procreatione in Timaeo, section 5 6:1)

  • τοῦτο δ’ αὖ πεπονθυῖα ἆρ’ ἄν τι πλέον κακίασ ἢ ἀρετῆσ μετέχοι ἑτέρα ἑτέρασ, εἴπερ ἡ μὲν κακία ἀναρμοστία, ἡ δὲ ἀρετὴ ἁρμονία εἰή; (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 630:1)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 630:1)

  • καὶ ἡ μὲν ἀσχημοσύνη καὶ ἀρρυθμία καὶ ἀναρμοστία κακολογίασ καὶ κακοηθείασ ἀδελφά, τὰ δ’ ἐναντία τοῦ ἐναντίου, σώφρονόσ τε καὶ ἀγαθοῦ ἤθουσ, ἀδελφά τε καὶ μιμήματα. (Plato, Republic, book 3 308:3)

    (플라톤, Republic, book 3 308:3)

유의어

  1. 갈등

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION