헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μέτοικος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μέτοικος

형태분석: μετοικ (어간) + ος (어미)

  1. changing one's abode, emigrating and settling elsewhere
  2. an alien settled in a foreign city, a settler, emigrant, sojourner, one who has settled in
  3. a resident alien

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 μέτοικος

(이)가

μέτοικον

(것)가

속격 μετοίκου

(이)의

μετοίκου

(것)의

여격 μετοίκῳ

(이)에게

μετοίκῳ

(것)에게

대격 μέτοικον

(이)를

μέτοικον

(것)를

호격 μέτοικε

(이)야

μέτοικον

(것)야

쌍수주/대/호 μετοίκω

(이)들이

μετοίκω

(것)들이

속/여 μετοίκοιν

(이)들의

μετοίκοιν

(것)들의

복수주격 μέτοικοι

(이)들이

μέτοικα

(것)들이

속격 μετοίκων

(이)들의

μετοίκων

(것)들의

여격 μετοίκοις

(이)들에게

μετοίκοις

(것)들에게

대격 μετοίκους

(이)들을

μέτοικα

(것)들을

호격 μέτοικοι

(이)들아

μέτοικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔστι δή τισ Ἰσαίου λόγοσ ὑπὲρ Εὐμάθουσ, μετοίκου τινὸσ τῶν τραπεζιτευόντων Ἀθήνησιν, ὃν εἰσ δουλείαν ἀγόμενον ὑπὸ τοῦ κληρονομήσαντοσ τὸν ἀπηλευθερωκότα τῶν ἀστῶν τισ ἀφαιρεῖται καὶ τὴν ἀπολογίαν ποιεῖται περὶ αὐτοῦ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 54)

    (디오니시오스, chapter 54)

  • εἴ που δικίδιον εἶπασ εὖ κατὰ ξένου μετοίκου, τὴν νύκτα θρυλῶν καὶ λαλῶν ἐν ταῖσ ὁδοῖσ σεαυτῷ, ὕδωρ τε πίνων κἀπιδεικνὺσ τοὺσ φίλουσ τ’ ἀνιῶν, ᾤου δυνατὸσ εἶναι λέγειν. (Aristotle, Agon, epirrheme19)

    (아리스토텔레스, Agon, epirrheme19)

  • προσελθὼν δέ τισ τῇ βουλῇ τῶν ἰδιωτῶν ἔφησεν εἰσ οἰκίαν μετοίκου τινὰσ ἑωρακέναι τῇ νουμηνίᾳ περὶ μέσασ νύκτασ εἰσιόντασ, ἐν οἷσ καὶ τὸν Ἀλκιβιάδην. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 2 5:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiii, chapter 2 5:1)

유의어

  1. an alien settled in a foreign city

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION