- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξένος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: xenos 고전 발음: [세노] 신약 발음: [새노]

기본형: ξένος ξένη ξένον

형태분석: ξεν (어간) + ος (어미)

  1. 외국의, 외계의
  2. 이상한, 낯선, 희한한
  1. foreign
  2. strange, unusual

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ξένος

외국의 (이)가

ξένη

외국의 (이)가

ξένον

외국의 (것)가

속격 ξένου

외국의 (이)의

ξένης

외국의 (이)의

ξένου

외국의 (것)의

여격 ξένῳ

외국의 (이)에게

ξένῃ

외국의 (이)에게

ξένῳ

외국의 (것)에게

대격 ξένον

외국의 (이)를

ξένην

외국의 (이)를

ξένον

외국의 (것)를

호격 ξένε

외국의 (이)야

ξένη

외국의 (이)야

ξένον

외국의 (것)야

쌍수주/대/호 ξένω

외국의 (이)들이

ξένα

외국의 (이)들이

ξένω

외국의 (것)들이

속/여 ξένοιν

외국의 (이)들의

ξέναιν

외국의 (이)들의

ξένοιν

외국의 (것)들의

복수주격 ξένοι

외국의 (이)들이

ξέναι

외국의 (이)들이

ξένα

외국의 (것)들이

속격 ξένων

외국의 (이)들의

ξενῶν

외국의 (이)들의

ξένων

외국의 (것)들의

여격 ξένοις

외국의 (이)들에게

ξέναις

외국의 (이)들에게

ξένοις

외국의 (것)들에게

대격 ξένους

외국의 (이)들을

ξένας

외국의 (이)들을

ξένα

외국의 (것)들을

호격 ξένοι

외국의 (이)들아

ξέναι

외국의 (이)들아

ξένα

외국의 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ξένος

ξένου

외국의 (이)의

ξενότερος

ξενοτέρου

더 외국의 (이)의

ξενότατος

ξενοτάτου

가장 외국의 (이)의

부사 ξένως

ξενότερον

ξενότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῆς καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν. τί ὅτι εὗρον χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου τοῦ ἐπιγνῶναί με, καὶ ἐγώ εἰμι ξένη; (Septuagint, Liber Ruth 2:10)

    (70인역 성경, 룻기 2:10)

  • ὡς ἂν εἰσέλθητε εἰς τὴν πόλιν, οὕτως εὑρήσετε αὐτὸν ἐν τῇ πόλει πρὶν ἀναβῆναι αὐτὸν εἰς Βαμᾶ τοῦ φαγεῖν. ὅτι οὐ μὴ φάγῃ ὁ λαὸς ἕως τοῦ εἰσελθεῖν αὐτόν, ὅτι οὗτος εὐλογεῖ τὴν θυσίαν, καὶ μετὰ ταῦτα ἐσθίουσιν οἱ ξένοι. καὶ νῦν ἀνάβητε, ὅτι διὰ τὴν ἡμέραν εὑρήσετε αὐτόν. (Septuagint, Liber I Samuelis 9:13)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 9:13)

  • καὶ ἦλθε πάροδος τῷ ἀνδρὶ τῷ πλουσίῳ, καὶ ἐφείσατο λαβεῖν ἐκ τῶν ποιμνίων αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν βουκολίων αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι τῷ ξένῳ ὁδοιπόρῳ τῷ ἐλθόντι πρὸς αὐτὸν καὶ ἔλαβε τὴν ἀμνάδα τοῦ πένητος καὶ ἐποίησεν αὐτὴν τῷ ἀνδρὶ τῷ ἐλθόντι πρὸς αὐτόν. (Septuagint, Liber II Samuelis 12:4)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 12:4)

  • καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἐθθὶ τὸν Γεθθαῖον. ἱνατί πορεύῃ καὶ σὺ μεθ’ ἡμῶν; ἐπίστρεφε καὶ οἴκει μετὰ τοῦ βασιλέως, ὅτι ξένος εἶ σὺ καὶ ὅτι μετῴκησας σὺ ἐκ τοῦ τόπου σου. (Septuagint, Liber II Samuelis 15:19)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 15:19)

  • Καὶ εἶδε Δημήτριος ὁ βασιλεὺς ὅτι ἡσύχασεν ἡ γῆ ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ οὐδὲν αὐτῷ ἀνθειστήκει, καὶ ἀπέλυσε πάσας τὰς δυνάμεις αὐτοῦ ἕκαστον εἰς τὸν ἴδιον τόπον, πλὴν τῶν ξένων δυνάμεων, ὧν ἐξενολόγησεν ἀπὸ τῶν νήσων τῶν ἐθνῶν. καὶ ἤχθραναν αὐτῷ πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν πατέρων αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Maccabees I 11:38)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 11:38)

  • ἀπηλλοτριωμένος ἐγενήθην τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ ξένος τοῖς υἱοῖς τῆς μητρός μου, (Septuagint, Liber Psalmorum 68:9)

    (70인역 성경, 시편 68:9)

  • ἔξω δὲ οὐκ ηὐλίζετο ξένος, ἡ δὲ θύρα μου παντὶ ἐλθόντι ἀνέῳκτο. (Septuagint, Liber Iob 31:32)

    (70인역 성경, 욥기 31:32)

  • ἀνήρ, ᾧ δώσει αὐτῷ ὁ Θεὸς πλοῦτον καὶ ὑπάρχοντα καὶ δόξαν, καὶ οὐκ ἔστιν ὑστερῶν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀπὸ πάντων, ὧν ἐπιθυμήσει, καὶ οὐκ ἐξουσιάσει αὐτῷ ὁ Θεὸς τοῦ φαγεῖν ἀπ᾿ αὐτοῦ, ὅτι ἀνὴρ ξένος φάγεται αὐτόν. τοῦτο ματαιότης καὶ ἀρρωστία πονηρά ἐστι. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 6:2)

    (70인역 성경, 코헬렛 6:2)

  • αὐτός, ὦ Ἑρμῆ, ἐπινόει τὸ βέλτιστον - ἐγὼ δὲ οὐδὲν οἶδα τῶν ὑπὲρ γῆς ξένος ὤν. (Lucian, Contemplantes, (no name) 2:9)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 2:9)

유의어

  1. 외국의

  2. 이상한

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION