- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄτοπος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: atopos 고전 발음: [아또뽀] 신약 발음: [아또뽀]

기본형: ἄτοπος ἄτοπος ἄτοπον

형태분석: (접두사) + τοπ (어간) + ος (어미)

  1. 희한한, 이상한, 엉뚱한
  1. unusual, out of place

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἄτοπος

희한한 (이)가

ἄτοπον

희한한 (것)가

속격 ἀτόπου

희한한 (이)의

ἀτόπου

희한한 (것)의

여격 ἀτόπῳ

희한한 (이)에게

ἀτόπῳ

희한한 (것)에게

대격 ἄτοπον

희한한 (이)를

ἄτοπον

희한한 (것)를

호격 ἄτοπε

희한한 (이)야

ἄτοπον

희한한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀτόπω

희한한 (이)들이

ἀτόπω

희한한 (것)들이

속/여 ἀτόποιν

희한한 (이)들의

ἀτόποιν

희한한 (것)들의

복수주격 ἄτοποι

희한한 (이)들이

ἄτοπα

희한한 (것)들이

속격 ἀτόπων

희한한 (이)들의

ἀτόπων

희한한 (것)들의

여격 ἀτόποις

희한한 (이)들에게

ἀτόποις

희한한 (것)들에게

대격 ἀτόπους

희한한 (이)들을

ἄτοπα

희한한 (것)들을

호격 ἄτοποι

희한한 (이)들아

ἄτοπα

희한한 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἄτοπος

ἀτόπου

희한한 (이)의

ἀτοπώτερος

ἀτοπωτέρου

더 희한한 (이)의

ἀτοπώτατος

ἀτοπωτάτου

가장 희한한 (이)의

부사 ἀτόπως

ἀτοπώτερον

ἀτοπώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ δὲ σὸν οὐ παρὰ μικρὸν ἀτοπώτερον, ἀκριβοῦντος μὲν ἐν τοῖς λόγοις τὴν τοῦ τοιούτου βίου δουλοπρέπειαν καὶ κατηγοροῦντος, εἴ τις εἰς πλουσίου τινὸς ἐμπεσὼν καὶ καθείρξας ἑαυτὸν ἀνέχοιτο μυρία τὰ δυσχερῆ πάσχων καὶ ποιῶν, ἐν γήρᾳ δὲ ὑστάτῳ καὶ σχεδὸν ἤδη ὑπὲρ τὸν οὐδὸν οὕτως ἀγεννῆ λατρείαν ἐπανῃρημένου καὶ μονονουχὶ καὶ ἐμπομπεύοντος αὐτῇ: (Lucian, Apologia 11:4)

    (루키아노스, Apologia 11:4)

  • ὃ δὲ πάντων ἀτοπώτατον εἶναί μοι ἔδοξεν, οὐκ ὀκνήσω καὶ τοῦτο εἰπεῖν οὐ γὰρ ἔχων ὁ ζωγράφος ὅθεν ἐξάψειε ταῖς σειραῖς τὰς ἀρχάς,^ ἅτε τῆς δεξιᾶς μὲν ἤδη τὸ ῥόπαλον, τῆς λαιᾶς δὲ τὸ τόξον ἐχούσης, τρυπήσας τοῦ θεοῦ τὴν γλῶτταν ἄκραν ἐξ ἐκείνης ἑλκομένους αὐτοὺς ἐποίησεν, καὶ ἐπέστραπταί γε εἰς τοὺς ἀγομένους μειδιῶν. (Lucian, Hercules, 3:5)

    (루키아노스, Hercules, 3:5)

  • ἐκεῖνο δὲ καινότερον νῦν δυστυχῶ, ὅτι ἔγκλημα μὲν ἴδιον οὐκ ἔχω, κινδυνεύω δὲ τιμωρίαν ὑποσχεῖν ὑπὲρ τῆς τέχνης εἰ μὴ πάντα δύναται πείθεσθαι τούτῳ κελεύοντι, οὗ τί γένοιτ ἂν ἀτοπώτερον, θεραπεύειν ἐκ προστάγματος, οὐκέθ ὡς ἡ τέχνη δύναται, ἀλλ ὡς ὁ πατὴρ βούλεται · (Lucian, Abdicatus, (no name) 1:2)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 1:2)

  • τὸ γὰρ πάντων ἀτοπώτατον, κρᾶσίν τινα παράδοξον κέκραμαι καὶ οὔτε πεζός εἰμι οὔτε ἐπὶ τῶν μέτρων βέβηκα, ἀλλὰ ἱπποκενταύρου δίκην σύνθετόν τι καὶ ξένον φάσμα τοῖς ἀκούουσι δοκῶ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 33:12)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 33:12)

  • ζητῶ οὖν πρὸς ἐμαυτὸν ὁπόθεν τὰ τοσαῦτα κακὰ συνελέξω καὶ ἐν ὁπόσῳ χρόνῳ καὶ ὅπου κατακλείσας εἶχες τοσοῦτον ἐσμὸν ἀτόπων καὶ διαστρόφων ὀνομάτων, ὧν τὰ μὲν αὐτὸς ἐποίησας, τὰ δὲ κατορωρυγμένα ποθὲν ἀνασπῶν κατὰ τὸ ἰαμβεῖον ^ ὄλοιο θνητῶν ἐκλέγων τὰς συμφοράς: (Lucian, Lexiphanes, (no name) 17:1)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 17:1)

  • ἄτοπος δ ἔγκειταί μοί τις πόθος, ὅς με διακναίσας ἔχει. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Lyric-Scene, strophe 13)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Lyric-Scene, strophe 13)

  • ἄτοπος ἄτοπα γὰρ δίδωσί μοι, τὸ δ ἔτ εὔφημ ἔχει, δόλον τύχαν θ, ὁ παῖς - ἄλλων τραφεὶς ἐξ αἱμάτων. (Euripides, Ion, choral, strophe 17)

    (에우리피데스, Ion, choral, strophe 17)

  • τίς ποτ ἔσθ ὁ μουσόμαντις ἄτοπος ὄρνις ὀρειβάτης· (Aristophanes, Birds, Parodos, lyric16)

    (아리스토파네스, Birds, Parodos, lyric16)

  • εὖ γοῦν ὡς γαμεῖν ἔχεις τάλας οὐκ ἄτοπός ἐστι καὶ γὰρ αὐτοὶ πολλὰ τοιαῦτα παίζουσιν εἰς ἑαυτούς γαμῶ γέρων, εὖ οἶδα, καὶ τοῖς γείτοσιν: (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 9 4:1)

    (플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 9 4:1)

  • διψηρὸς ἄτοπος ὁ μυρίνης ὁ τίμιος. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 58 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 58 2:3)

유의어

  1. 희한한

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION