λευκός
1/2군 변화 형용사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
λευκός
λευκή
λευκόν
형태분석:
λευκ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: from Root LUK
뜻
- 밝은, 빛나는, 반짝이는, 맑은
- 흰, 하얀
- 해쓱한, 엷은, 열없은, 창백한
- 행복한, 기쁜, 밝은, 반가운
- bright, shining, gleaming
- white
- pale, weakly, cowardly
- fair, happy, joyful
곡용 정보
1/2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἔλαβε δὲ ἑαυτῷ Ἰακὼβ ράβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυί̈νην καὶ πλατάνου, καὶ ἐλέπισεν αὐτὰσ Ἰακὼβ λεπίσματα λευκὰ περισύρων τὸ χλωρόν. ἐφαίνετο δὲ ἐπὶ ταῖσ ράβδοισ τὸ λευκόν, ὃ ἐλέπισε, ποικίλον. (Septuagint, Liber Genesis 30:37)
(70인역 성경, 창세기 30:37)
- ἐὰν οὕτωσ εἴπῃ, τὰ ποικίλα ἔσται σου μισθόσ, καὶ τέξεται πάντα τὰ πρόβατα ποικίλα. ἐὰν δὲ εἴπῃ, τὰ λευκὰ ἔσται σου μισθόσ, καὶ τέξεται πάντα τὰ πρόβατα λευκά. (Septuagint, Liber Genesis 31:8)
(70인역 성경, 창세기 31:8)
- χαροποιοὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἀπὸ οἴνου, καὶ λευκοὶ οἱ ὀδόντεσ αὐτοῦ ἢ γάλα. (Septuagint, Liber Genesis 49:12)
(70인역 성경, 창세기 49:12)
- καὶ ὄψεται ὁ ἱερεὺσ τὴν ἁφὴν ἐν δέρματι τοῦ χρωτὸσ αὐτοῦ, καὶ ἡ θρὶξ ἐν τῇ ἁφῇ μεταβάλῃ λευκή, καὶ ἡ ὄψισ τῆσ ἁφῆσ ταπεινὴ ἀπὸ τοῦ δέρματοσ τοῦ χρωτόσ, ἁφὴ λέπτρασ ἐστί. καὶ ὄψεται ὁ ἱερεύσ, καὶ μιανεῖ αὐτόν. (Septuagint, Liber Leviticus 13:3)
(70인역 성경, 레위기 13:3)
- Ἀδελφιδόσ μου, λευκὸσ καὶ πυρρόσ, ἐκλελοχισμένοσ ἀπὸ μυριάδων. (Septuagint, Canticum Canticorum 5:10)
(70인역 성경, 아가 5:10)
- λευκόσ τε γὰρ ἦν ἀκριβῶσ καὶ τὰ κέρατα εὐκαμπὴσ καὶ τὸ βλέμμα ἥμεροσ· (Lucian, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 2 1:1)
(루키아노스, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 2 1:1)
- οἶδα γὰρ ὡσ αὐτίκα ἕλοιο ἂν ἐκ πρώτησ προσόψεωσ, εἰ καὶ μὴ ἐπὶ τῶν ἔργων πειραθείησ ἑκατέρου, συνεστηκὼσ καὶ συγκεκροτημένοσ εἶναι μᾶλλον ἢ θρύπτεσθαι καὶ διαρρεῖν καὶ λευκὸσ εἶναι ἀπορίᾳ καὶ φυγῇ εἰσ τὰ εἴσω τοῦ αἵματοσ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 29:6)
(루키아노스, Anacharsis, (no name) 29:6)
- τὸ γὰρ δὴ σῶμα, ἵνα σοι καὶ τοῦτο δείξω, μέγασ τε ἦν καὶ καλὸσ ἰδεῖν καὶ θεοπρεπὴσ ὡσ ἀληθῶσ, λευκὸσ τὴν χρόαν, τὸ γένειον οὐ πάνυ λάσιοσ, κόμην τὴν μὲν ἰδίαν, τὴν δὲ καὶ πρόσθετον ἐπικείμενοσ εὖ μάλα εἰκασμένην καὶ τοὺσ πολλοὺσ ὅτι ἦν ἀλλοτρία λεληθυῖαν· (Lucian, Alexander, (no name) 3:2)
(루키아노스, Alexander, (no name) 3:2)
- ἆρ’ οὐχ ὁ μὲν τὸ σῶμα πρῶτον πολὺσ καὶ τὸ χρῶμα ἡδύσ, οὐ μέλασ δὲ οὐδὲ λευκὸσ ‐ τὸ μὲν γὰρ γυναικί, τὸ δὲ δούλῳ προσέοικεν ‐ ἔπειτα θυμοειδήσ, δεινὸν βλέπων ὁποῖον ἡμεῖσ, μέγα καὶ ὕφαιμον; (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 41:2)
(루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 41:2)
유의어
-
밝은
-
흰
- ἄλβος (흰, 하얀)
- ἀργεννός (흰, 하얀)
- μαλός (흰, 하얀)
- φαλός (흰, 하얀, 금빛으로 빛나는)
- πάλλευκος (all-white)
- λευκόπηχυς (white-armed)
- λευκώλενος (white-armed)
- λευκόπωλος (with white horses)
- λευκότροφος (white-growing)
- λευκοόπωρος (with white fruit)
- ἡμίλευκος (half-white)
- λευκόχρως (white-skinned)
- μιξόλευκος (mixed with white)
- ἀργήεις (흰, 하얀, 금빛으로 빛나는)
- ἀργής (흰, 하얀, 금빛으로 빛나는)
- φαλός (a part of the helmet,a metal ridge in which the plume,was fixed)
- λευκόπτερος (흰, 하얀, 순백의)
- λευκήρετμος (with white oars)
- κνήμαργος (white-legged)
- ἄργυφος (silver-white)
- λευκοφόρος (white-robed)
- λευκοφαής (white-gleaming)
- λέπαργος (with white coat)
- λευκάργιλος (of or with white clay)
- λύγδινος (of white marble)
- λύγδινος (marble-white)
- λευκόσφυρος (white-ankled)
- λεύκοφρυς (white-browed)
- λευκοκύμων (white with surf)
- λευκόχρους (흰 피부의, 얼굴이 하얀)
- ἐξαυγής (dazzling white)