Ancient Greek-English Dictionary Language

λεπτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λεπτός λεπτή λεπτόν

Structure: λεπτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: le/pw

Sense

  1. (rare, literally) peel, husked (of grain)
  2. fine-grained (ashes, soil, etc.)
  3. thin, lean (people or animals)
  4. straight, narrow (spaces)
  5. small, weak, tiny
  6. light (breezes)
  7. thin (liquids)
  8. (figuratively) refined, delicate

Examples

  • τέλοσ δὲ τοῦ Καμίλλου τοὺσ ὁπλίτασ ἐπάγοντοσ, οἱ μὲν ἀνατεινάμενοι τὰσ μαχαίρασ συνδραμεῖν ἔσπευδον, οἱ δὲ τοῖσ ὑσσοῖσ ἀπαντῶντεσ καὶ τὰ σεσιδηρωμένα μέρη ταῖσ πληγαῖσ ὑποφέροντεσ ἀνέστρεφον τὸν ἐκείνων σίδηρον μαλακὸν ὄντα καὶ λεπτῶσ ἐληλαμένον, ὥστε κάμπτεσθαι ταχὺ καὶ διπλοῦσθαι τὰσ μαχαίρασ, τοὺσ δὲ θυρεοὺσ συμπεπάρθαι καὶ βαρύνεσθαι τῶν ὑσσῶν ἐφελκομένων. (Plutarch, Camillus, chapter 41 4:1)
  • δἰ ὅλου γὰρ ἄν τισ εὑρ́οι τοῦ λόγου πορευόμενοσ τὰ μὲν οὐκ ἀκριβῶσ οὐδὲ λεπτῶσ εἰρημένα, τὰ δὲ μειρακιωδῶσ καὶ ψυχρῶσ, τὰ δὲ οὐκ ἔχοντα ἰσχὺν καὶ τόνον, τὰ δὲ ἡδονῆσ ἐνδεᾶ καὶ χαρίτων, τὰ δὲ διθυραμβώδη καὶ φορτικά. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 29 2:6)
  • Δωρόθεοσ δ’ ὁ Σιδώνιόσ φησιν τὰ ῥυτὰ κέρασιν ὅμοια εἶναι, διατετρημένα δ’ εἶναι, ἐξ ὧν κρουνιζόντων λεπτῶσ κάτωθεν πίνουσιν, ὠνομάσθαι τε ἀπὸ τῆσ ῥύσεωσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 97 5:3)
  • ἐπίπροσθεν μιῆσ ἡμέρησ λεπτῶσ διατηθέντι , μέλανοσ ἐλλεβόρου δοτέον ξὺν μελικρήτῳ, σταθμοῦ ὁκόσον ὁλκὰσ δύο. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 167)
  • Ὀστέα οὐ μάλα ἀφίστανται‧ μικρὰ γὰρ ψιλοῦται, περιωτειλοῦται λεπτῶσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., MOXLIKOS., 33.5)

Synonyms

  1. thin

  2. straight

  3. light

  4. thin

  5. refined

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION