- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λεπτός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: leptos 고전 발음: [렙또] 신약 발음: []

기본형: λεπτός λεπτή λεπτόν

형태분석: λεπτ (어간) + ος (어미)

어원: λέπω

  1. 빼빼한, 가는, 얇은
  2. 좁은, 바른, 골은
  3. 작은, 약한, 무른, 허약한
  4. 가벼운, 밝은
  5. 얇은, 가는
  6. 섬세한, 부드러운, 사치스러운
  1. (rare, literally) peel, husked (of grain)
  2. fine-grained (ashes, soil, etc.)
  3. thin, lean (people or animals)
  4. straight, narrow (spaces)
  5. small, weak, tiny
  6. light (breezes)
  7. thin (liquids)
  8. (figuratively) refined, delicate

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 λεπτός

(이)가

λεπτή

(이)가

λεπτόν

(것)가

속격 λεπτοῦ

(이)의

λεπτῆς

(이)의

λεπτοῦ

(것)의

여격 λεπτῷ

(이)에게

λεπτῇ

(이)에게

λεπτῷ

(것)에게

대격 λεπτόν

(이)를

λεπτήν

(이)를

λεπτόν

(것)를

호격 λεπτέ

(이)야

λεπτή

(이)야

λεπτόν

(것)야

쌍수주/대/호 λεπτώ

(이)들이

λεπτά

(이)들이

λεπτώ

(것)들이

속/여 λεπτοῖν

(이)들의

λεπταῖν

(이)들의

λεπτοῖν

(것)들의

복수주격 λεπτοί

(이)들이

λεπταί

(이)들이

λεπτά

(것)들이

속격 λεπτῶν

(이)들의

λεπτῶν

(이)들의

λεπτῶν

(것)들의

여격 λεπτοῖς

(이)들에게

λεπταῖς

(이)들에게

λεπτοῖς

(것)들에게

대격 λεπτούς

(이)들을

λεπτάς

(이)들을

λεπτά

(것)들을

호격 λεπτοί

(이)들아

λεπταί

(이)들아

λεπτά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκροαὶ δὲ τοῦ γάλακτος οὐκ εἰσὶν οὐδὲ κρουνοὶ μεθιέντες ἀθρόως, εἰς δὲ σάρκα πιδακώδη καὶ πόροις ἀτρέμα λεπτοῖς διηθοῦσαν ἀπολήγων, εὐμενὲς τῷ τοῦ νηπίου στόματι καὶ προσφιλὲς· (Plutarch, De amore prolis, section 3 15:1)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 3 15:1)

  • ἐκροαὶ δὲ τοῦ γάλακτος οὐκ εἰσὶν οὐδὲ κρουνοὶ μεθιέντες ἀθρόως, εἰς δὲ σάρκα πιδακώδη καὶ πόροις ἀτρέμα λεπτοῖς διηθοῦσαν ἀπολήγων, εὐμενὲς τῷ τοῦ νηπίου στόματι καὶ προσφιλὲς ψαῦσαι καὶ περιλαβεῖν ἐνδίδωσι ταμεῖον. (Plutarch, De amore prolis, section 3 5:2)

    (플루타르코스, De amore prolis, section 3 5:2)

  • ἐσθῆτι δὲ χρῶνται ἀραχνίοις λεπτοῖς, πορφυροῖς. (Lucian, Verae Historiae, book 2 12:1)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 2 12:1)

  • τὰς δὲ δὴ πρόσθεν μολούσας λιπαραυγεῖς πορθμίδας πολλῶν ἀγαθῶν πάλιν εἴσφερον γεμούσας, τὰς ἐφήμεροι καλέοντι νῦν τραπέζας δευτέρας, ἀθάνατοι δὲ τ Ἀμαλθείας κέρας, ταῖσι δ ἐν μέσαις ἐγκαθιδρύθη μέγα χάρμα βροτοῖς, λευκὸς μυελὸς γλυκερός, λεπτοῖς ἀράχνας ἐναλιγκίοισι πέπλοις συγκαλύπτων ὄψιν αἰσχύνας ὕπο, μὴ κατίδῃ τις μηλογενὲς πῶυ λιπόντ ἀνάγκαις ξηρὸν ἐν ξηραῖς Ἀρισταίου παλιρρύτοισι παγαῖς: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 50 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 50 2:1)

  • τῶν σιτίων, οἱο῀ν τὰ κρεώδη καὶ τυρώδη καὶ σύκων τὰ ξηρὰ καὶ ᾠῶν τὰ ἑφθά, προσφέρεσθαι πεφυλαγμένως ἁπτόμενον ἔργον γὰρ ἀεὶ παραιτεῖσθαι , τοῖς δὲ λεπτοῖς ἐμφύεσθαι καὶ κούφοις, οἱᾶ τὰ πολλὰ τῶν λαχάνων καὶ τὰ πτηνὰ καὶ τῶν ἰχθύων οἱ μὴ πίονες. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 18 3:2)

    (플루타르코스, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 18 3:2)

유의어

  1. 빼빼한

  2. 좁은

  3. 가벼운

  4. 얇은

  5. 섬세한

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION