Ancient Greek-English Dictionary Language

λεπτότης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λεπτότης λεπτότες

Structure: λεπτοτη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: lepto/s

Sense

  1. thinness: fineness, delicacy, leanness
  2. subtlety

Examples

  • καρπῶν μὲν γὰρ εὐφορίαν εὐκρασία ποιεῖ καὶ λεπτότησ τοῦ περιέχοντοσ ἀέροσ, τεχνῶν δὲ καὶ φύσεων ἀγαθῶν αὔξησιν εὐμένεια καὶ τιμὴ καὶ φιλανθρωπία βασιλέωσ ἐκκαλεῖται· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 1 4:1)
  • καρπῶν μὲν γὰρ εὐφορίαν εὐκρασία ποιεῖ καὶ λεπτότησ τοῦ περιέχοντοσ ἀέροσ, τεχνῶν δὲ καὶ φύσεων ἀγαθῶν αὔξησιν εὐμένεια καὶ τιμὴ καὶ φιλανθρωπία βασιλέωσ ἐκκαλεῖται· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 1 1:3)
  • καὶ τοὺσ ἰσχνοὺσ καὶ τοὺσ ἀτρόφουσ Ἀπολλώνιοσ ὁ Ἡροφίλειοσ ἐκέλευε μὴ γλυκεῖ μηδὲ χονδρῷ τρέφειν ἀλλὰ τοῖσ ταριχευτοῖσ καὶ ὑφαλμυρίζουσιν, ὧν ἡ λεπτότησ, ὥσπερ ἐντρίχωμα γενομένη, τὰ σιτία τοῖσ σώμασι διὰ τῶν πόρων προστίθησιν. (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 3 2:1)
  • σκληρότησ μὲν οὖν καὶ μαλακότησ καὶ γλισχρότησ καὶ κραυρότησ καὶ κουφότησ καὶ βαρύτησ καὶ πυκνότησ καὶ ἀραιότησ καὶ λειότησ καὶ τραχύτησ καὶ παχύτησ καὶ λεπτότησ ἁπταὶ διαφοραὶ καὶ εἴρηται περὶ πασῶν Ἀριστοτέλει καλῶσ. (Galen, On the Natural Faculties., , section 65)
  • Ἀλλ’ ἴσωσ οὔτε τὸ πάχοσ οὔθ’ ἡ λεπτότησ τῶν χιτώνων, ἀλλ’ ἡ θέσισ τῆσ κύστεωσ αἰτία τοῦ φέρεσθαι τοὺσ ἀτμοὺσ εἰσ αὐτήν. (Galen, On the Natural Faculties., , section 139)

Synonyms

  1. thinness

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION