Ancient Greek-English Dictionary Language

λεπτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λεπτός λεπτή λεπτόν

Structure: λεπτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: le/pw

Sense

  1. (rare, literally) peel, husked (of grain)
  2. fine-grained (ashes, soil, etc.)
  3. thin, lean (people or animals)
  4. straight, narrow (spaces)
  5. small, weak, tiny
  6. light (breezes)
  7. thin (liquids)
  8. (figuratively) refined, delicate

Examples

  • ἐῶ λέγειν προστερνίδια καὶ προγαστρίδια, προσθετὴν καὶ ἐπιτεχνητὴν παχύτητα προσποιούμενοσ, ὡσ μὴ τοῦ μήκουσ ἡ ἀρρυθμία ἐν λεπτῷ μᾶλλον ἐλέγχοιτο· (Lucian, De saltatione, (no name) 27:2)
  • ἐπεί τοί γε εἰ σιωπήσασ αὐτὰ ἢ πρὸσ τοὐναντίον εἰπὼν ἐπανορθώσασθαι ἐδύνατο, ῥᾷστον ἦν ἑνὶ καλάμῳ λεπτῷ τὸν Θουκυδίδην ἀνατρέψαι μὲν τὸ ἐν ταῖσ Ἐπιπολαῖσ παρατείχισμα, καταδῦσαι δὲ τὴν Ἑρμοκράτουσ τριήρη καὶ τὸν κατάρατον Γύλιππον διαπεῖραι μεταξὺ ἀποτειχίζοντα καὶ ἀποταφρεύοντα τὰσ ὁδούσ, καὶ τέλοσ Συρακουσίουσ μὲν ἐσ τὰσ λιθοτομίασ ἐμβαλεῖν, τοὺσ δὲ Ἀθηναίουσ περιπλεῖν Σικελίαν καὶ Ἰταλίαν μετὰ τῶν πρώτων τοῦ Ἀλκιβιάδου ἐλπίδων. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 38 2:3)
  • ἄνδρε γὰρ λεπτὼ λογιστὰ δεῦρ’ ἀφῖχθον ὡσ ἐμέ. (Aristophanes, Birds, Parodos, lyric 1:7)
  • πράγμασιν ἐμφυόμενοσ ἀλλὰ τὴν λέξιν Ἀττικὴν ἀξιῶν εἶναι καὶ ἰσχνὴν ὅμοιόσ ἐστι μὴ βουλομένῳ πιεῖν ἀντίδοτον, ἂν μὴ τὸ ἀγγεῖον ἐκ τῆσ Ἀττικῆσ κωλιάδοσ κεκεραμευμένον, μηδ’ ἱμάτιον περιβαλέσθαι χειμῶνοσ, εἰ μὴ προβάτων Ἀττικῶν εἰή τὸ ἔριον, ἀλλ’ ὥσπερ ἐν τρίβωνι Λυσιακοῦ λόγου λεπτῷ καὶ ψιλῷ καθήμενοσ ἄπρακτοσ καὶ ἀκίνητοσ. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 9 4:1)
  • πρὸσ θεῶν, ἔραμαι τέττιγα φαγεῖν καὶ κερκώπην θηρευσαμένη καλάμῳ λεπτῷ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 10 2:3)

Synonyms

  1. thin

  2. straight

  3. light

  4. thin

  5. refined

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION