Ancient Greek-English Dictionary Language

λεπτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λεπτός λεπτή λεπτόν

Structure: λεπτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: le/pw

Sense

  1. (rare, literally) peel, husked (of grain)
  2. fine-grained (ashes, soil, etc.)
  3. thin, lean (people or animals)
  4. straight, narrow (spaces)
  5. small, weak, tiny
  6. light (breezes)
  7. thin (liquids)
  8. (figuratively) refined, delicate

Examples

  • ‐‐ Ἕτερον‧ ἰσχάδοσ τὸ εἴσω, τὸ πῖαρ, τὸ μελιτοειδὲσ, ὡσ ξηροτάτησ, ὕδατοσ δύο μοίρασ, καὶ λίνου καρποῦ φρύξασ μὴ σφόδρα ὡσ λεπτοτάτου μοίραν μίαν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 15.2)
  • Καὶ γὰρ ἔρρωται παρ’ αὐτοῖσ ἥδε ἡ δόξα, φθαρτὰ μὲν εἶναι τὰ σώματα καὶ τὴν ὕλην οὐ μόνιμον αὐτῶν, τὰσ δὲ ψυχὰσ ἀθανάτουσ ἀεὶ διαμένειν, καὶ συμπλέκεσθαι μὲν ἐκ τοῦ λεπτοτάτου φοιτώσασ αἰθέροσ ὥσπερ εἱρκταῖσ τοῖσ σώμασιν ἰύγγί τινι φυσικῇ κατασπωμένασ, ἐπειδὰν δὲ ἀνεθῶσι τῶν κατὰ σάρκα δεσμῶν, οἱᾶ δὴ μακρᾶσ δουλείασ ἀπηλλαγμένασ τότε χαίρειν καὶ μετεώρουσ φέρεσθαι. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 200:1)

Synonyms

  1. thin

  2. straight

  3. light

  4. thin

  5. refined

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION