Ancient Greek-English Dictionary Language

λεπτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λεπτός λεπτή λεπτόν

Structure: λεπτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: le/pw

Sense

  1. (rare, literally) peel, husked (of grain)
  2. fine-grained (ashes, soil, etc.)
  3. thin, lean (people or animals)
  4. straight, narrow (spaces)
  5. small, weak, tiny
  6. light (breezes)
  7. thin (liquids)
  8. (figuratively) refined, delicate

Examples

  • καὶ ὁ μὲν λευκὸσ λεπτότατοσ τῇ φύσει, οὐρητικόσ, θερμὸσ πεπτικόσ τε ὢν τὴν κεφαλὴν ποιεῖ διάπυρον ἀνωφερὴσ γὰρ ὁ οἶνοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 592)
  • "ὁ μέλασ οἶνόσ ἐστι θρεπτικώτατοσ, ὁ δὲ λευκὸσ οὐρητικώτατοσ καὶ λεπτότατοσ, ὁ δὲ κιρρὸσ ξηρὸσ καὶ τῶν σιτίων πεπτικώτεροσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 59 1:2)
  • καὶ πέρασ εἰσ ἀίδην καταβὰσ οἱο͂́σπερ ὅτ’ ἔζη, τῶν ὑπὸ γῆν σκελετῶν λεπτότατοσ πέταται. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 922)
  • δεύτεροσ αὖτ’ Ἀχιλεὺσ προί̈ει δολιχόσκιον ἔγχοσ, καὶ βάλεν Αἰνείαο κατ’ ἀσπίδα πάντοσ’ ἐί̈σην ἄντυγ’ ὕπο πρώτην, ᾗ λεπτότατοσ θέε χαλκόσ, λεπτοτάτη δ’ ἐπέην ῥινὸσ βοόσ· (Homer, Iliad, Book 20 26:1)

Synonyms

  1. thin

  2. straight

  3. light

  4. thin

  5. refined

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION