Ancient Greek-English Dictionary Language

λεπτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λεπτός λεπτή λεπτόν

Structure: λεπτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: le/pw

Sense

  1. (rare, literally) peel, husked (of grain)
  2. fine-grained (ashes, soil, etc.)
  3. thin, lean (people or animals)
  4. straight, narrow (spaces)
  5. small, weak, tiny
  6. light (breezes)
  7. thin (liquids)
  8. (figuratively) refined, delicate

Examples

  • καὶ κατέσπασε τὰ θυσιαστήρια καὶ τὰ ἄλση, καὶ εἴδωλα κατέκοψε λεπτὰ καὶ πάντα τὰ ὑψηλὰ ἔκοψεν ἀπὸ πάσησ τῆσ γῆσ Ἰσραήλ, καὶ ἀπέστρεψεν εἰσ Ἱερουσαλήμ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 34:7)
  • καὶ τὸ πτῶμα αὐτῆσ ἔσται ὡσ σύντριμμα ἀγγείου ὀστρακίνου, ἐκ κεραμίου λεπτὰ ὥστε μὴ εὑρεῖν ἐν αὐτοῖσ ὄστρακον, ἐν ᾧ πῦρ ἀρεῖσ καὶ ἐν ᾧ ἀποσυριεῖσ ὕδωρ μικρόν. (Septuagint, Liber Isaiae 30:14)
  • καὶ ἐξαρεῖσ τὰ εἴδωλα τὰ περιηργυρωμένα καὶ τὰ περικεχρυσωμένα, λεπτὰ ποιήσεισ καὶ λικμήσεισ ὡσ ὕδωρ ἀποκαθημένησ καὶ ὡσ κόπρον ὤσεισ αὐτά. (Septuagint, Liber Isaiae 30:22)
  • ἀλλ̓ οὐ μόνοσ ταῦτα σὺ οὐδὲ κατ̓ ἐμοῦ μόνου, ἀλλὰ πολλοὶ καὶ ἄλλοι τὰ τοῦ ὁμοτέχνου τοῦ ἐμοῦ Ὁμήρου κατακνίζουσι λεπτὰ οὕτω κομιδῇ καὶ μάλιστα μικρὰ ἄττα διεξιόντεσ. (Lucian, 9:1)
  • ἀλλ’ ἐγὼ οἶδ’ ὅπερ μάλιστα λυπεῖ αὐτόν, ὅτι μὴ τὰ γλίσχρα ἐκεῖνα καὶ λεπτὰ κάθημαι πρὸσ αὐτὸν σμικρολογούμενοσ, εἰ ἀθάνατοσ ἡ ψυχή, καὶ πόσασ κοτύλασ ὁ θεὸσ ὁπότε τὸν κόσμον εἰργάσατο τῆσ ἀμιγοῦσ καὶ κατὰ ταὐτὰ ἐχούσησ οὐσίασ ἐνέχεεν εἰσ τὸν κρατῆρα ἐν ᾧ τὰ πάντα ἐκεράννυτο, καὶ εἰ ἡ Ῥητορικὴ πολιτικῆσ μορίου εἴδωλον, κολακείασ τὸ τέταρτον. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 34:3)

Synonyms

  1. thin

  2. straight

  3. light

  4. thin

  5. refined

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION