- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κριτός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: kritos 고전 발음: [리또] 신약 발음: [리또]

기본형: κριτός κριτή κριτόν

형태분석: κριτ (어간) + ος (어미)

어원: κρίνω의 분사형

  1. 훌륭한, 고귀한, 탁월한
  1. picked out, chosen
  2. choice, excellent

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κριτός

(이)가

κριτή

(이)가

κριτόν

(것)가

속격 κριτοῦ

(이)의

κριτῆς

(이)의

κριτοῦ

(것)의

여격 κριτῷ

(이)에게

κριτῇ

(이)에게

κριτῷ

(것)에게

대격 κριτόν

(이)를

κριτήν

(이)를

κριτόν

(것)를

호격 κριτέ

(이)야

κριτή

(이)야

κριτόν

(것)야

쌍수주/대/호 κριτώ

(이)들이

κριτά

(이)들이

κριτώ

(것)들이

속/여 κριτοῖν

(이)들의

κριταῖν

(이)들의

κριτοῖν

(것)들의

복수주격 κριτοί

(이)들이

κριταί

(이)들이

κριτά

(것)들이

속격 κριτῶν

(이)들의

κριτῶν

(이)들의

κριτῶν

(것)들의

여격 κριτοῖς

(이)들에게

κριταῖς

(이)들에게

κριτοῖς

(것)들에게

대격 κριτούς

(이)들을

κριτάς

(이)들을

κριτά

(것)들을

호격 κριτοί

(이)들아

κριταί

(이)들아

κριτά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τοὺς ἱερεῖς τοὺς Λευίτας καὶ πρὸς τὸν κριτήν, ὃς ἂν γένηται ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, καὶ ἐκζητήσαντες ἀναγγελοῦσί σοι τὴν κρίσιν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 17:9)

    (70인역 성경, 신명기 17:9)

  • γένοιτο Κύριος εἰς κριτὴν καὶ δικαστὴν ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ. ἴδοι Κύριος καὶ κρίναι τὴν κρίσιν μου καὶ δικάσαι μοι ἐκ χειρός σου. (Septuagint, Liber I Samuelis 24:16)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 24:16)

  • καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλώμ. τίς με καταστήσει κριτὴν ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐπ’ ἐμὲ ἐλεύσεται πᾶς ἀνήρ, ᾧ ἐὰν ᾖ ἀντιλογία καὶ κρίσις, καὶ δικαιώσω αὐτόν; (Septuagint, Liber II Samuelis 15:4)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 15:4)

  • καὶ ἐπικαλεσάμενος τὸν δίκαιον κριτὴν Θεόν, παρεγένετο ἐπὶ τοὺς μιαιοφόνους τῶν ἀδελφῶν. καὶ τὸν μὲν λιμένα νύκτωρ ἐνέπρησε καὶ τὰ σκάφη κατέφλεξε, τοὺς δὲ ἐκεῖ συμφυγόντας ἐξεκέντησε. (Septuagint, Liber Maccabees II 12:6)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 12:6)

  • κατὰ τὸν κριτὴν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ οὕτως καὶ οἱ λειτουργοὶ αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὸν ἡγούμενον τῆς πόλεως πάντες οἱ κατοικοῦντες αὐτήν. (Septuagint, Liber Sirach 10:2)

    (70인역 성경, Liber Sirach 10:2)

유의어

  1. picked out

  2. 훌륭한

관련어

명사

형용사

동사

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION