헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καῦμα

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καῦμα καύματος

형태분석: καυματ (어간)

어원: kai/w

  1. 적열, 열, 타오름
  2. 타들어간 구멍
  3. 브랜드
  4. 사랑, 애정 (비유적으로)
  1. burning, glow, heat (especially of the sun)
  2. fever
  3. (in the plural) holes cut by cautery
  4. brand (mark of ownership made by burning)
  5. (figuratively) love

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 καῦμα

적열이

καύματε

적열들이

καύματα

적열들이

속격 καύματος

적열의

καυμάτοιν

적열들의

καυμάτων

적열들의

여격 καύματι

적열에게

καυμάτοιν

적열들에게

καύμασιν*

적열들에게

대격 καῦμα

적열을

καύματε

적열들을

καύματα

적열들을

호격 καῦμα

적열아

καύματε

적열들아

καύματα

적열들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "συντυμβωρυχήσασ οὖν αὐτοῖσ καὶ τοῖσ ἀναχοῦσιν τὰ ἄνδηρα καὶ αὐτὸσ ὀλίγα συγχειροπονήσασ ἐκείνουσ μὲν διαφῆκα τοῦ τε κρύουσ ἕνεκα καὶ ὅτι καύματα ἦν οἶσθα δ’ ὡσ ἐν κρύει σφοδρῷ γίνεται τὰ καύματα. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 2:10)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 2:10)

  • "Ἀθηναῖοι δ’, ὥσ φησι Φιλόχοροσ, ταῖσ ̔̀ Ὥραισ θύοντεσ οὐκ ὀπτῶσιν, ἀλλ’ ἕψουσι τὰ κρέα, παραιτούμενοι τὰσ θεὰσ ἀπείργειν τὰ περισκελῆ καύματα καὶ τοὺσ αὐχμούσ, μετὰ δὲ τῆσ συμμέτρου θερμασίασ καὶ ὑδάτων ὡραίων ἐκτελεῖν τὰ φυόμενα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 72 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 72 1:1)

  • κόμιζε δὲ τοῦ ἐλαίου τὴν λήκυθον πρότερον γὰρ συντριβησόμεθον, ἔπειθ’ οὕτωσ ἀπολούμεθον ὁ δ’ αὐτὸσ οὗτοσ σοφιστὴσ Φεβρουαρίῳ μηνί, ὡσ Ῥωμαῖοι λέγουσι ‐ τὸν δὲ μῆνα τοῦτον κληθῆναί φησιν ὁ Μαυρούσιοσ Ιὄβασ ἀπὸ τῶν κατουδαίων φόβων κατ’ ἀναίρεσιν τῶν δειμάτων ‐ ἐν ᾧ τοῦ χειμῶνόσ ἐστι τὸ ἀκμαιότατον, καὶ ἔθοσ τότε τοῖσ κατοιχομένοισ τὰσ χοὰσ ἐπιφέρειν πολλαῖσ ἡμέραισ, πρόσ τινα τῶν φίλων ’ οὐκ εἶδέσ με, ’ ἔφη, πολλῶν ἡμερῶν διὰ τὰ καύματα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 53 1:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 53 1:3)

  • καὶ τὰσ διατάσεισ καὶ τὰ καύματα, χαλάσματοσ καὶ μαλακότητοσ; (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 19 10:1)

    (플루타르코스, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 19 10:1)

유의어

  1. 적열

  2. 타들어간 구멍

  3. 브랜드

  4. 사랑

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION