Ancient Greek-English Dictionary Language

καταγράφω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καταγράφω καταγράψω

Structure: κατα (Prefix) + γράφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to scratch away, lacerate
  2. to engrave, inscribe
  3. to paint over
  4. to fill, with writing
  5. to write down, register, record

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταγράφω καταγράφεις καταγράφει
Dual καταγράφετον καταγράφετον
Plural καταγράφομεν καταγράφετε καταγράφουσιν*
SubjunctiveSingular καταγράφω καταγράφῃς καταγράφῃ
Dual καταγράφητον καταγράφητον
Plural καταγράφωμεν καταγράφητε καταγράφωσιν*
OptativeSingular καταγράφοιμι καταγράφοις καταγράφοι
Dual καταγράφοιτον καταγραφοίτην
Plural καταγράφοιμεν καταγράφοιτε καταγράφοιεν
ImperativeSingular καταγράφε καταγραφέτω
Dual καταγράφετον καταγραφέτων
Plural καταγράφετε καταγραφόντων, καταγραφέτωσαν
Infinitive καταγράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταγραφων καταγραφοντος καταγραφουσα καταγραφουσης καταγραφον καταγραφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταγράφομαι καταγράφει, καταγράφῃ καταγράφεται
Dual καταγράφεσθον καταγράφεσθον
Plural καταγραφόμεθα καταγράφεσθε καταγράφονται
SubjunctiveSingular καταγράφωμαι καταγράφῃ καταγράφηται
Dual καταγράφησθον καταγράφησθον
Plural καταγραφώμεθα καταγράφησθε καταγράφωνται
OptativeSingular καταγραφοίμην καταγράφοιο καταγράφοιτο
Dual καταγράφοισθον καταγραφοίσθην
Plural καταγραφοίμεθα καταγράφοισθε καταγράφοιντο
ImperativeSingular καταγράφου καταγραφέσθω
Dual καταγράφεσθον καταγραφέσθων
Plural καταγράφεσθε καταγραφέσθων, καταγραφέσθωσαν
Infinitive καταγράφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταγραφομενος καταγραφομενου καταγραφομενη καταγραφομενης καταγραφομενον καταγραφομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταγράψω καταγράψεις καταγράψει
Dual καταγράψετον καταγράψετον
Plural καταγράψομεν καταγράψετε καταγράψουσιν*
OptativeSingular καταγράψοιμι καταγράψοις καταγράψοι
Dual καταγράψοιτον καταγραψοίτην
Plural καταγράψοιμεν καταγράψοιτε καταγράψοιεν
Infinitive καταγράψειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταγραψων καταγραψοντος καταγραψουσα καταγραψουσης καταγραψον καταγραψοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταγράψομαι καταγράψει, καταγράψῃ καταγράψεται
Dual καταγράψεσθον καταγράψεσθον
Plural καταγραψόμεθα καταγράψεσθε καταγράψονται
OptativeSingular καταγραψοίμην καταγράψοιο καταγράψοιτο
Dual καταγράψοισθον καταγραψοίσθην
Plural καταγραψοίμεθα καταγράψοισθε καταγράψοιντο
Infinitive καταγράψεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταγραψομενος καταγραψομενου καταγραψομενη καταγραψομενης καταγραψομενον καταγραψομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to scratch away

  2. to engrave

  3. to paint over

  4. to fill

  5. to write down

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION