Ancient Greek-English Dictionary Language

λευκογραφέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: λευκογραφέω λευκογραφήσω

Structure: λευκογραφέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: gra/fw

Sense

  1. to paint in white

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λευκογράφω λευκογράφεις λευκογράφει
Dual λευκογράφειτον λευκογράφειτον
Plural λευκογράφουμεν λευκογράφειτε λευκογράφουσιν*
SubjunctiveSingular λευκογράφω λευκογράφῃς λευκογράφῃ
Dual λευκογράφητον λευκογράφητον
Plural λευκογράφωμεν λευκογράφητε λευκογράφωσιν*
OptativeSingular λευκογράφοιμι λευκογράφοις λευκογράφοι
Dual λευκογράφοιτον λευκογραφοίτην
Plural λευκογράφοιμεν λευκογράφοιτε λευκογράφοιεν
ImperativeSingular λευκογρᾶφει λευκογραφεῖτω
Dual λευκογράφειτον λευκογραφεῖτων
Plural λευκογράφειτε λευκογραφοῦντων, λευκογραφεῖτωσαν
Infinitive λευκογράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
λευκογραφων λευκογραφουντος λευκογραφουσα λευκογραφουσης λευκογραφουν λευκογραφουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λευκογράφουμαι λευκογράφει, λευκογράφῃ λευκογράφειται
Dual λευκογράφεισθον λευκογράφεισθον
Plural λευκογραφοῦμεθα λευκογράφεισθε λευκογράφουνται
SubjunctiveSingular λευκογράφωμαι λευκογράφῃ λευκογράφηται
Dual λευκογράφησθον λευκογράφησθον
Plural λευκογραφώμεθα λευκογράφησθε λευκογράφωνται
OptativeSingular λευκογραφοίμην λευκογράφοιο λευκογράφοιτο
Dual λευκογράφοισθον λευκογραφοίσθην
Plural λευκογραφοίμεθα λευκογράφοισθε λευκογράφοιντο
ImperativeSingular λευκογράφου λευκογραφεῖσθω
Dual λευκογράφεισθον λευκογραφεῖσθων
Plural λευκογράφεισθε λευκογραφεῖσθων, λευκογραφεῖσθωσαν
Infinitive λευκογράφεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
λευκογραφουμενος λευκογραφουμενου λευκογραφουμενη λευκογραφουμενης λευκογραφουμενον λευκογραφουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λευκογραφήσω λευκογραφήσεις λευκογραφήσει
Dual λευκογραφήσετον λευκογραφήσετον
Plural λευκογραφήσομεν λευκογραφήσετε λευκογραφήσουσιν*
OptativeSingular λευκογραφήσοιμι λευκογραφήσοις λευκογραφήσοι
Dual λευκογραφήσοιτον λευκογραφησοίτην
Plural λευκογραφήσοιμεν λευκογραφήσοιτε λευκογραφήσοιεν
Infinitive λευκογραφήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
λευκογραφησων λευκογραφησοντος λευκογραφησουσα λευκογραφησουσης λευκογραφησον λευκογραφησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λευκογραφήσομαι λευκογραφήσει, λευκογραφήσῃ λευκογραφήσεται
Dual λευκογραφήσεσθον λευκογραφήσεσθον
Plural λευκογραφησόμεθα λευκογραφήσεσθε λευκογραφήσονται
OptativeSingular λευκογραφησοίμην λευκογραφήσοιο λευκογραφήσοιτο
Dual λευκογραφήσοισθον λευκογραφησοίσθην
Plural λευκογραφησοίμεθα λευκογραφήσοισθε λευκογραφήσοιντο
Infinitive λευκογραφήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
λευκογραφησομενος λευκογραφησομενου λευκογραφησομενη λευκογραφησομενης λευκογραφησομενον λευκογραφησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to paint in white

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION