Ancient Greek-English Dictionary Language

ἥμισυς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἥμισυς ἡμίσεια ἥμισυ

Structure: ἡμισυ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: h(mi-

Sense

  1. half

Examples

  • καὶ τῶν ἐμμελῶν διαστημάτων οἱ Πυθαγορικοὶ τὸν τόνον ἐν τούτῳ τῷ ἀριθμῷ τάττουσι διὸ καὶ τὰ τρισκαίδεκα λεῖμμα καλοῦσιν ἀπολείπει γὰρ μονάδι τοῦ ἡμίσεοσ. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 14 2:1)
  • τοῦτον οἱ μὲν ἁρμονικοὶ δίχα τεμνόμενον οἰόνται δύο διαστήματα ποιεῖν, ὧν ἑκάτερον ἡμιτόνιον καλοῦσιν οἱ δὲ Πυθαγορικοὶ τὴν μὲν εἰσ ἴσα τομὴν ἀπέγνωσαν αὐτοῦ, τῶν δὲ τμημάτων ἀνίσων ὄντων λεῖμμα τὸ ἔλαττον ὀνομάζουσιν, ὅτι τοῦ ἡμίσεοσ ἀπολείπει. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 17 2:1)
  • διὸ δυεῖν τόνων καὶ λείμματοσ, οὐ δυεῖν καὶ ἡμίσεοσ, εὑρ́ηται τὸ διὰ τεσσάρων. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 19 3:2)
  • ἐπειδὰν δὲ καθάρῃσ, ἔφη, τὸν σῖτον μέχρι τοῦ ἡμίσεοσ τῆσ ἅλω, πότερον εὐθὺσ οὕτω κεχυμένου τοῦ σίτου λικμήσεισ τὰ ἄχυρα τὰ λοιπὰ ἢ συνώσασ τὸν καθαρὸν πρὸσ τὸν πόλον ὡσ εἰσ στενότατον; (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 18 9:1)
  • ἢ οὐ πλέον ἐστὶ τὸ διπλάσιον τοῦ ἡμίσεοσ; (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 40:6)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION