헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γηραιός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γηραιός

형태분석: γηραι (어간) + ος (어미)

어원: gh=ras

  1. 늙은, 오래된, 고대의
  1. aged, in old age

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 γηραιός

늙은 (이)가

γήραιον

늙은 (것)가

속격 γηραιοῦ

늙은 (이)의

γηραίου

늙은 (것)의

여격 γηραιῷ

늙은 (이)에게

γηραίῳ

늙은 (것)에게

대격 γηραιόν

늙은 (이)를

γήραιον

늙은 (것)를

호격 γηραιέ

늙은 (이)야

γήραιον

늙은 (것)야

쌍수주/대/호 γηραιώ

늙은 (이)들이

γηραίω

늙은 (것)들이

속/여 γηραιοῖν

늙은 (이)들의

γηραίοιν

늙은 (것)들의

복수주격 γηραιοί

늙은 (이)들이

γήραια

늙은 (것)들이

속격 γηραιῶν

늙은 (이)들의

γηραίων

늙은 (것)들의

여격 γηραιοῖς

늙은 (이)들에게

γηραίοις

늙은 (것)들에게

대격 γηραιούς

늙은 (이)들을

γήραια

늙은 (것)들을

호격 γηραιοί

늙은 (이)들아

γήραια

늙은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὃσ δι’ ἂν σκεπάσῃ τινὰ τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ γηραιοῦ μέχρι νηπίου μέχρι τῶν ὑπομαστιδίων, αἰσχίσταισ βασάνοισ ἀποτυμπανισθήσεται πανοικί. (Septuagint, Liber Maccabees III 3:27)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 3:27)

  • "τίνοσ δ’ ἐκποδὼν γενομένου μᾶλλον ἥσθησαν οἱ πολέμιοι ἢ Ἀγησιλάου, καίπερ γηραιοῦ τελευτήσαντοσ; (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 2 6:3)

    (플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 2 6:3)

  • "τελευτήσαντοσ δ’ αὐτοῦ γηραιοῦ ἐν τῇ πατρίδι καὶ τῆσ ἐκφορᾶσ παρὰ τὴν θάλατταν γιγνομένησ κατὰ τύχην ἐν τῇ Μιλήτῳ, ἐν τῷ λιμένι πλῆθοσ δελφίνων ἐφάνη ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ μικρὸν ἀπωτέρω τῶν συνεκκομιζόντων τὸν Κοίρανον, ὡσεὶ συνεκφερόντων καὶ συγκηδευόντων τὸν ἄνθρωπον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 85 3:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 85 3:3)

  • τελευτήσαντοσ δ’ αὐτοῦ γηραιοῦ ἐν τῇ πατρίδι καὶ τῆσ ἐκφορᾶσ παρὰ τὴν θάλατταν γιγνομένησ, κατὰ τύχην ἐν τῷ λιμένι πλῆθοσ δελφίνων ἐφάνη ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ μικρὸν ἀπωτέρω τῶν ἐκκομιζόντων τὸν Κοίρανον, ὡσεὶ συνεκφερόντων καὶ συγκηδευόντων τὸν ἄνθρωπον. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 499)

    (작자 미상, 비가, , 499)

  • τίνοσ δ’ ἐκποδὼν γενομένου μᾶλλον ἥσθησαν οἱ πολέμιοι ἢ Ἀγησιλάου καίπερ γηραιοῦ τελευτήσαντοσ; (Xenophon, Minor Works, , chapter 11 17:3)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 11 17:3)

유의어

  1. 늙은

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION